Τελευταια Νεα

6/trending/recent
Type Here to Get Search Results !

Ζήσης Χ. Δαρδάλης (1938-2023): O ορφανός γίγας της προσφοράς και της ευεργεσίας

Ορισμένοι άνθρωποι γεννούνται για να σημαδέψουν με τη μοναδική τους διαδρομή στη ζωή αυτή το ανθρώπινο χρέος. Παραμένουν αυθεντικοί, μοναδικοί και ίσως μόνοι, ξεχωριστοί αλλά και πασίγνωστοι, αιρετικοί και ασύμβατοι, ιδιόρρυθμοι και ειλικρινείς, μπεσαλήδες. Άτομα με απύθμενο θυμό, αστείρευτη δύναμη, άπατο κουράγιο. Οργή που καταπνίγει ακόμη και το λογικό, κι αγάπη που δίνεται ακένωτα, ανεξάντλητα. Κλάμα μικρού παιδιού, χαμόγελο ελπίδας. «Προσφέρω στους άλλους ό,τι εγώ στερήθηκα ως παιδί» ήταν το σήμα του. Αυτός ήταν ο Ζήσης Δαρδάλης. Μοναδικό και άκρως απαράμιλλο φαινόμενο ανθρώπου, ασύγκριτος και απαράβλητος.

Ο Ζήσης Δαρδάλης ήρθε μόνος και ορφανός και φεύγει ως ανεπανάληπτη μορφή ανθρώπου που ανήκει σε όλους μας. Ανήκει στην οικογένειά του, στις χιλιάδες σπουδαστών που ευεργέτησε, στις εκατοντάδες των αθλητών που δέχθηκαν τη γενναιοδωρία του, τις δεκάδες των κοινωφελών ιδρυμάτων που αποδέχθηκαν τη χάρη του, στους εκατοντάδες φίλους της καρδιάς του και επισκέπτες που γεύτηκαν την γενναιόδωρη φιλοξενία του, στους κοινοτικούς και εκκλησιαστικούς φορείς που ευεργετήθηκαν, στη μακρινή Πατρίδα που είχε μέσα του και στο Γένος των Ελλήνων που υπηρέτησε στην Αυστραλία και στην Ελλάδα.

Ο Ζήσης Δαρδάλης δεν είχε πλατιά εγκύκλια παιδεία, δεν είχε συστημική μόρφωση. «Είμαι αγγράμματος και χωριάτης!» συνήθισε να αυτοσαρκάζεται. Μεγάλωσε χωρίς γονείς, με τη θεία και τον θείο του. Ήταν αυταρχικός, ήταν οξύθυμος. Ήταν ευσπλαχνικός, άκρως οικτίρμων, με καρδιά παιδιού που γράφει τον θυμό του πάνω στον πάγο. Είχε κι αυτός τα χούγια του, όπως όλοι μας. Τα δικά του χούγια, τις δικές του συνήθειες. Ήταν τόσο μοναδικός και αυθεντικός που δίπλα του δεν μπορεί να σταθεί η κόπια του, το αντίγραφο, το ομοίωμά του. Δεν υπάρχει άλλο άτομο στον οποίο κάποιος θα μπορούσε να αντιγράψει τον Ζήση Δαρδάλη. Πέρασε τη ζωή του καινοτομώντας, σχεδιάζοντας και δημιουργώντας. Από βοσκός και σφάχτης καταξιώθηκε να γνωρίσει πλούτη, δύναμη κι εκτίμηση.

Εφιππος σε πανηγύρι στη Σιάτιστα. Φώτο: Supplied

Κατόρθωσε με τις πράξεις και την μυθική του πλέον φήμη να στηθούν γύρω του εκατοντάδες περιστατικά και μοναδικά επεισόδια με πρωθυπουργούς, υπουργούς, δημάρχους, πολιτικούς και πανεπιστημιακούς. Τα πνευματώδη και ενστικτώδη του σχόλια ανάγκασαν να σταματήσουν τηλεοπτικές κάμερες με εντολή δημοσιογράφων από έκπληξη και θαυμασμό. Το ασύλληπτο και ιδιόμορφο του χαρακτήρα του, των πρωτοβουλιών του είχε ως αποτέλεσμα να οργανωθεί στην Ελλάδα σωματείο «Ελλήνων Πιλότων Φίλων Ζ. Δαρδάλη». Ο εφευρετικός αυτός Ζορμπάς των Αντιπόδων, καινοτόμησε εγγράφοντας τις θυγατέρες του στο Αρσάκειο της Αθήνας, προκειμένου να αποκτήσουν ελληνική παιδεία. Ναύλωσε αεροπλάνο για την Ελλάδα, προκειμένου να γιορτάσει τον θρίαμβο του ελληνικού ποδοσφαίρου και λεωφορεία για τους γάμους των θυγατέρων του. Ως ευεργέτης Χορηγός αποφάσισε να καταβάλλει μέρισμα των εισπράξεών της εταιρείας του «Marathon Food”, προκειμένου να ενισχυθεί και να βλαστίσει η ελληνομάθεια στα πανεπιστήμια της Μελβούρνης, να καταδείξει απόλυτη εμπιστοσύνη στο ΕΚΕΜΕ και στο Πανεπιστήμιο του La Trobe έχοντας ως συνεργάτη του τον πλέον έγκυρο σήμερα παγκοσμίως Ελληνιστή Καθηγητή της Ελληνικής Επιγραφικής, Professor Michael John Osborne, να συμπράξει τυφλά με τους ευφρόσυνους και συνετούς διπλωμάτες μας Γεώργιο Βέη και Γεώργιο Κωνσταντή, και να επενδύσει την απόλυτη εμπιστοσύνη του στο γράφοντα και στους συνεργάτες του από το 1992, όταν και ιδρύθηκαν τα Αρχεία της Ελληνικής Διασποράς στα οποία δόθηκε το όνομά του, με πρόταση της διεύθυνσης του ΕΚΕΜΕ.

Όλοι όσοι είχαν την αγαθή τύχη να τον γνωρίσουν, ο καθένας έχει τη δική του ιστορία και περιπέτεια με τον αμίμητο Τζακ Δαρδάλη. Σερβιτόροι εστιατορίων, μαγαζάτορες, αφεντικά, υπάλληλοι χώρων σταθμεύσεων, ιδιοκτήτες καταστημάτων, άνθρωποι της νύχτας και της διασκέδασης, υψηλόβαθμοι έμποροι και διάσημοι βιομήχανοι της Αυστραλίας, λόρδοι και άρχοντες του πλούτου, Αυστραλοί και λοιποί Ευρωπαίοι, όλοι είχαν κι έχουν να εκστομίσουν, να αφηγηθούν μια ιστορία, ένα στιγμιότυπο της ζωής τους με τον Ζήση Δαρδάλη, τα χούγια του, τις απίθανες προτάσεις του που άλλους σόκαραν, άλλους αποστόμωναν. Αψύς, ευθύς, κυνικός. Έπιανε με τα μάτια τα λαμόγια, με τη μύτη συνελάμβανε τους επιτήδειους. Είχε τη δική του «δαρδάλια» αξιολόγηση. Σχεδόν ποτέ δεν έπεσε έξω. Όλοι μας λέγαμε «το είπε ο Δαρδάλης», «το μυρίστηκε ο Δαρδάλης». Ο λόγος του ήταν νόμος και η υπόσχεσή του συμβόλαιο.

Ο Ζήσης Δαρδάλης έζησε σ’ ένα ανταγωνιστικό επιχειρησιακό περιβάλλον. Το εσωτερικό αισθητήριο που τον καθοδηγούσε να μην πέφτει έξω με τους ανθρώπους με τους οποίους συνεργαζόταν, ήταν κύρια πυξίδα του. Γνώριζε τον εχθρό πριν τον ζήσει. Εντόπιζε τον φαύλο, τον ψεύτικο. Ωστόσο, κόσμια τους απομάκρυνε. Δεν τους έφερε κοντά του. Λάτρευε τη γενέτειρά του, την ηρωική και αρχοντική Σιάτιστα. Την στόλισε, την ευεργέτησε, καθιέρωσε πολιτιστικούς αγώνες και συνετέλεσε στην οικονομική αναβάθμισή της. Αναπαλαίωσε το αρχοντικό του, δημιούργησε ειδικούς στάβλους για τα άλογά του, προίκισε την τοπική Μητρόπολη. Τις Κυριακάδες όταν ζούσε στο χωριό του παρακαλούσε τους νεωκόρους να έχουν τα μεγάφωνα δια πασών «για να μου χαϊδεύουν τα αφτιά μου οι ψαλμωδίες». Του άρεσε να βγαίνει στον οβορό του αρχοντικού του να περιποιείται τις γλάστρες του, να ακούει την κυριακάτικη λειτουργία. Απέφευγε τις εκκλησιές, ωστόσο πάντα στεκόταν γενναιόδωρος απέναντί τους, με πλούσιες δωρεές.

Πάνω από όλα ο Ζήσης λάτρευε την Ελλάδα. Ήταν ο γνήσιος ευ-πατρίδης. Ο γιος της. Δεν μπορούσε να ήταν διαφορετικά. Στο βωμό της θυσιάστηκε ο πατέρας του. Στα ορφανοτροφεία της μεγάλωσαν αυτός και οι αδελφές του. Εκεί είχαν ζήσει και ήσαν θαμμένοι οι πρόγονοί του. Η Ελλάδα ως τρόπος ζωής ήταν ο ομφάλιος λώρος που τον κρατούσε στη ζωή. Την ανάπνεε. Επαναστατούσε, γκρίνιαζε, φώναζε, εάν οι άρχοντες του τόπου έκαναν στραβά πράγματα. Τηλεφωνούσε συχνά Υπουργούς και λειτουργούς του κράτους για να εκφράσει τον έπαινο ή τη δυσαρέσκειά του. Η Πατρίδα τον τίμησε. Του προσέφερε λαμπρό παράσημο τιμής και έγιναν τότε στην προξενική οικία στη Μελβούρνη λαμπρές τελετές και ήρθαν και οι Αυστραλοί ηγέτες για να τον συγχαρούν και τρανοί Αυστραλοί επιχειρηματίες. Στα πολλά του «υπηρεσιακά» ταξίδια στην Ελλάδα επισκεπτόταν τα γραφείο τους, τους εξομολογούνταν πρακτικά και σταράτα «εμπορικά», όπως έλεγε, τι δεν έκαναν, τι αθετούσαν, τι απέφευγαν. Ο Ζήσης είχε μια κυνικότητα που τρόμαζε, αλλά και που θεράπευε.

Στην Αυστραλία δεν είχε κομματική ταυτότητα. Δεν μισούσε τους κιοτήδες και τους δωσίλογους που κάρφωσαν τον αντιστασιακό πατέρα του στην Κοζάνη, όταν κατέβηκε από τα βουνά για να επισκεφτεί την άρρωστη γυναίκα του και να την μεταφέρει στην Κοζάνη και τον εκτέλεσαν οι Γερμανοί. Στήριξε με πλούσια δοσίματα τον προεκλογικό αγώνα σχεδόν όλων των υποψηφίων, άσχετα από τον Κόμμα που αντιπροσώπευαν. Από το 1975 έως και το 2010, τριάντα-πέντε ολόκληρα χρόνια ο Δαρδάλης δήλωνε παρών σε όλους τους εθνικούς αγώνες. Για την Κύπρο, τη Μακεδονία, τη Βόρειο Ήπειρο (οι πρόγονοί του είχαν έρθει από την Ήπειρο), τους Ρωμιούς της Μικρασίας, για τον αγώνα του διασπορικού, οικουμενικού Ελληνισμού ο Ζήσης «έδινε αδιαπραγμάτευτα τα ρέστα του». Ζούσε την αγωνία της Ομογένειας της Αυστραλίας. Καθημερινά πάνω στο γραφείο του ήσαν όλες οι ελληνόγλωσσες εφημερίδες. Από το γραφείο του παρελαύνανε συχνά εκπρόσωποι αθλητικών σωματείων, κυρίες των φιλόπτωχων αδελφοτήτων, τυραννισμένες μάννες, εγκαταλελειμμένες γυναίκες. Εκατοντάδες γράμματα και τηλεφωνήματα είχαν ανακαλύψει τη γενναιοδωρία του. Πολύς πόνος, τραγωδία της ξενιτειάς αλλά και του τζόγου. Ο Δαρδάλης έδειχνε πλήρη αποστροφή στον τζόγο, μισούσε τα τυχερά παίγνια, τη χαρτοπαιξία, τη μανίλα, τον μπακαρά. Ουδέποτε πλησίασε τις μηχανές του ολέθρου.

Ο Λίο Αθανασάκης με την Τζένη και τον Ζήση Δαρδάλη σε μια τελευταία δημόσια εμφάνισή του που συγκίνησε τους πάντες . Φώτο: Κώστας Ντεβές

O Ζήσης από μικρό παιδί, είχε μέσα του τη ζωτική φλόγα, την αίσθηση του γλεντζέ, το φίλτρο της ανθρώπινης στοργής. Ώρες ατέλειωτες άκουγε τον ήχο των πνευστών, το κλαρίνο κοντά στο αφτί, μέχρι που λιποθυμούσε ο οργανοπαίχτης από την ένταση και την προσπάθεια. Μέρες ατέλειωτες οργάνωνε έφιππους αγώνες στο μοναστήρι της Παναγιάς στο χωριό του. Νύχτες ατέλειωτες τον αναγνώριζαν οι οργανοπαίχτες στα μπουζούκια και στις ταβέρνες, στα εστιατόρια και στα κέντρα διασκέδασης, να σέρνει πρώτος τον χορό, να ασημώνει «παραγγελιές», να στριφογυρίζει ιπτάμενος, αεράτος πάνω στην πίστα, να ασημώνει τους μουσικούς να ντύνει την πίστα με τα χρήματά του. Τι αξία μπορούν να έχουν τα χρήματα. «Το χρήμα δεν πρέπει να το αγαπάς. Πρέπει μόνον να το σέβεσαι!!» διαλαλούσε σε όλους τους σφικτούς, που «και να τους γυρίσεις ανάποδα, ούτε ένα σεντ δεν θα πέσει από την τσέπη τους»!! «Να μη σε στενοχωρεί καμμιά ζημιά, εφόσον διορθώνεται με το χρήμα!!!» συμβούλευε. Απλά να εργάζεσαι και να σηκώνεσαι πρωί. «Όποιος σηκώνεται το πρωί, βρίσκει ένα φλωρί» τραγουδούσε πίνοντας τον καφέ του, ρουφώντας το τσιπουράκι του. Ζωτική δύναμη και φλόγα του έδιναν τα παραδοσιακά όργανα του τόπου, οι λεβέντικοι χοροί της Μακεδονίας, δάκρυζε όταν άκουγε τον εθνικό μας Ύμνο και το ρυθμό της Κοζάνης «Μήλο μου κόκκινο». Ήταν αναμφισβήτητα ο Ζορμπάς τον Αντιπόδων. Του άρεσε το ποτό, το ούζο, το τσίπουρο, τα σκληρά ποτά, αλλά πάντα με πάγο. Ήθελε να γλεντά αυτός τη ζωή του. Δεν άφηνε τη ζωή του να τον γλεντά. «Θα μπορούσα να αγοράσω τη μισή Μελβούρνη με τα λεφτά που ξόδευσα στα μπουζούκια!!!», έλεγε και ξανάλεγε, χωρίς καμμιά τύψη. Αντίθετα, ένιωθε περηφάνεια, που δεν έπεσε στην παγίδα της απληστίας, του «ακόμη λίγα» που φωνάζει ο φιλάργυρος τσιφούτης λίγο πριν το πάρει ο χάρος.

Ξεκινούσε από νωρίς τη μέρα του. Στις 5.00 τα χαράματα ήταν στη βιοπάλη και μετά στο εργοστάσιο. Κοιμόταν λίγε ώρες. Τρεις τέσσερις το πολύ. Οι διαπραγματεύσεις του με τους βιομηχάνους που του προμήθευαν τις πρώτες ύλες, το κρέας, τα άλευρα, ήταν ασύλληπτα ευφυείς, σχεδόν μαεστρικές, άψογα χειρουργικές. Το παιδί της ορφάνιας, ο μετανάστης με τα λιγοστά του Αγγλικά, έστηνε τεκμηριωμένες προτάσεις, οργανωμένους όρους και η επιτυχίες του σχεδόν πάντα ήσαν επιτυχείς. Έφτασε στο σημείο να εξάγει τα κινεζικής προέλευσης προϊόντα του στην Κίνα. Ήταν ο πολίτης της Ελλάδας, της Κύπρου, της Αυστραλίας. Ο ανεκτίμητος πατριώτης, ο άνθρωπος που μέσα του αιμορραγούσε η Ελλάδα.

 

Πηγη: Εφημερίδα Αυστραλίας Νέος Κόσμος


 

Top Post Ad

Below Post Ad

https://news.google.com/publications/CAAqBwgKMKTBmwsw6MuzAw?hl=el&gl=GR&ceid=GR%3Ael