Αυτοί οι υπέροχοι στίχοι της Νικολακοπούλου δεν ήταν γνωστοί εκείνα τα χρόνια με άλλη διατύπωση όμως στην γειτονιά εννοούσαν το ίδιο.
«Έχει ο Θεός….»
«Αύριο άλλη μέρα ξημερώνει…»
Υπήρχε αισιοδοξία….όλοι βράζαμε στο ίδιο το καζάνι….
Να θυμηθώ ατάκες εκείνης της εποχής….«…ακούω μυρουδιά από τηγάνι απέναντι από της κυρα Λευθερίας…»
«…πλερώθηκε φαίνεται κιοφτέδες φιάχνει για τα παιδιά…»
Η κυρα Λευθερία φάτσα απέναντί μας στο υπόγειο με τα παράθυρα στον δρόμο να βλέπουν τα παπούτσια όσων περνούσαν.
Μια περίεργη πολυκατοικία φιαγμένη μαζί με την Ακρόπολη…
Δύο όροφοι μακρόστενοι με υπόγειο και πολλά δωμάτια σαν μοτέλ που νοίκιαζε ο κληρονομόνος .
Κόσμος ερχότανε κόσμος έφευγε συνήθως βράδυ αφήνοντας απλήρωτα νοίκια.
Κουμανταδόρος ένας χασοδίκης με τριμμένο κοστούμι και συνήθως συνοδευόμενος από δικαστικό κλητήρα.
Ξέφυγα όμως αυτή είναι άλλη κουβέντα…
Η κυρα Λευθερία ξενόπλενε …συνηθισμένο επάγγελμα της εποχής… τα παιδιά της αν και μικρά με δουλειές του ποδαριού…τρείς για να φροντίζουν τον τέταρτο που έπαιρνε τα γράμματα.
Τα κατάφεραν αργότερα….
Κάπως έτσι έσπρωχναν τις ημέρες και οι υπόλοιποι στην γειτονιά αλλά δεν τους θυμάμαι λυπημένους.
Άλλη ατάκα…
«…η τάδε πήγε ταψί στον φούρνο με κρέας…»
«…γιατί Κυριακή είναι σήμερα ;»
Το ψυγείο του πάγου πάντα είχε χώρο και ποτέ συνωστισμό.
Υπήρχαν και αυτοί που ήταν σε χειρότερη κατάσταση και είχαν το ψυγείο για να ακουμπάνε το βάζο.
Τους γνώριζε η γειτονιά και δεν τους άφηνε έτσι…
Έπρεπε όλοι να επιζήσουν και επέζησαν σύμφωνα με το καντηλάκι του ο καθένας όπως έλεγε η γιαγιά της αυλής που κάθε βράδυ στην προσευχή της παρακαλούσε τον Θεό να την πάρει κοντά του για να πάψει να επιβαρύνει τους δικούς της.
Πηγή: Πίσω στα παλιά
Εικόνα: «Η αυλή της Μαριάνθης» έργο της Μαρίας Πωπ από: paletaart2 – Χρώμα & Φώς
simeiakairwn.wordpress.com