– Τι είναι αυτό πού ακούγεται;
– Αεροπλάνο, Γέροντα!
–
Κλείσε το παράθυρο, µην µπει µέσα! Έτσι πού είναι παλάβωσε o κόσµος,
και αυτό σιγά-σιγά µπορεί να γίνει! Έχουν διαλυθεί όλα, οικογένεια,
παιδεία, υπηρεσίες. Α, δεν τους καίγεται καρφί! Τίποτε δεν έχουν
µεσάτους.
– Γέροντα, ποιος φταίει πού φθάσαµε σ’ αυτήν την κατάσταση;
– Μιλάω γενικά θέλω να πω, µέχρι πού έχει φθάσει ή αδιαφορία!
Πήγαινε σε µια σχολή και θα δεις αν λ.χ. χτυπούν τα παράθυρα από τον
αέρα, ζήτηµα να βρεθεί ένα παιδί να τα κλείσει, για να µή σπάσουν. Αλλά
θα χαζεύουν, άλλα θα κοιτάζουν πώς χτυπούν, άλλα θα περνούν από ‘κει σαν
να µή συµβαίνει τίποτε. Αδιαφορία!
Μού έλεγε ένας
αξιωµατικός πού ήταν υπεύθυνος στις αποθήκες: «Τροµάζω να βρω έναν
στρατιώτη σωστό, να τον βάλω φρουρό στην αποθήκη πετρελαίων, για να µή
βάλουν οι άλλοι καµµιά φωτιά ή ό ίδιος µην πετάξει κανένα τσιγάρο
απρόσεκτα».
Υπάρχει ένα πνεύµα χλιαρό, καθόλου
ανδρισµός. Χαλάσαµε τελείως! Πώς µας ανέχεται ό Θεός! Παλιά τι
αξιοπρέπεια υπήρχε! Τι φιλότιµο! Στον πόλεµο τού ’40, στα σύνορα, οι
Ιταλοί είχαν πότε-πότε κάποια επικοινωνία µε τους Έλληνες φρουρούς και
έκαναν καµµιά επίσκεψη στο ελληνικό φυλάκιο.
Και να δείτε
τι φιλότιµο οι Έλληνες! Μια φορά πού πήγαν οι Ιταλοί στο ελληνικό
φυλάκιο, οι Έλληνες έβαλαν να τους φτιάξουν καφέ. Βγάζει τότε µπροστά
τους ένας Έλληνας αξιωµατικός ένα µάτσο χρήµατα, πενηντάρικα,
εκατοστάρικα και είχαν αξία τότε αυτά τα χρήµατα και τα ρίχνει για
προσάναµµα στην φωτιά, για να δείξει στους Ιταλούς ότι είναι πλούσιο το
ελληνικό κράτος!
Οι Ιταλοί τα έχασαν. Βλέπετε θυσία! Σήµερα µπήκε και σ’ εµάς το πνεύµα πού συναντάει κανείς στα κοµµουνιστικά κράτη. Στην Ρωσία, παρόλο πού φέτος είχαν σοδειά, ξέρετε τι πείνα θα έχουν; ∆εν θέρισαν το σιτάρι στον καιρό του πήγαν το φθινόπωρο να θερίσουν. Θερίζουν το φθινόπωρο; Αν δεν είναι δικό τους, πώς να το πονέσουν και να πάνε να το θερίσουν; Ή ζωή τους είναι µία αγγαρεία. ∆εν έχουν τον ζήλο να δηµιουργήσουν κάτι, γιατί τόσα χρόνια δεν δηµιουργούσαν. Με αυτό το ρέµπελο πνεύµα πού µπήκε, µε αυτήν την αδιαφορία, πάει, βούλιαξε όλο το κράτος.
Βρέχει και είναι
απλωµένο το σιτάρι; ∆εν τους νοιάζει. Ήρθε ή ώρα να φύγουν; Φεύγουν. Το
παίρνει το σιτάρι ή βροχή. Την άλλη µέρα θα πάνε στην ώρα τους να
µαζέψουν όσο έµεινε!
Όταν όµως είναι δικό σου το
σιτάρι και το έχεις απλωµένο στο αλώνι, αν βρέξει, το αφήνεις να χαθεί;
∆εν θα κοιµηθείς, για να το σώσεις. Και νιώθεις χαρά, αγαλλίαση από την
κούραση. Ή αδιαφορία για τον Θεό φέρνει την αδιαφορία και για όλα τα
άλλα φέρνει την αποσύνθεση.
Ή πίστη στον Θεό είναι
µεγάλη υπόθεση. Λατρεύει ό άνθρωπος τον Θεό και υστέρα αγαπάει και τους
γονείς του, το σπίτι του, τους συγγενείς του, την δουλειά του, το χωριό
του, τον νοµό του, το κράτος του, την πατρίδα του.
Ένας
πού δεν αγαπάει τον Θεό, την οικογένεια του, δεν αγαπάει τίποτε· και
φυσικά δεν αγαπάει ούτε την πατρίδα του, γιατί και ή πατρίδα είναι µία
µεγάλη οικογένεια.
Θέλω να πω, όλα από εκεί ξεκινάνε. ∆εν
πιστεύει ό άνθρωπος στον Θεό, και µετά ούτε γονείς ούτε οικογένεια ούτε
χωριό ούτε πατρίδα υπολογίζει.
Και αυτά είναι πού πάνε τώρα να διαλύσουν, γι’ αυτό δηµιουργούν µία κατάσταση ρεµπελιό.
Μού
έγραφε ένας αστυνοµικός: «∆εν µπόρεσα να έρθω, γιατί µού έπεσε πολλή
δουλειά. Μείναµε δύο στην περιοχή, ενώ έπρεπε να είµαστε οκτώ». Ακούς
πράγµατα; Αντί τώρα να προσθέσουν άλλους δύο, αφήνουν µόνο δύο! Ευτυχώς
υπάρχουν και εξαιρέσεις.
Ήρθε µία φορά ένας πατέρας
και µού λέει: «Κάνε προσευχή για τον Αγγελο, γιατί θα τον σκοτώσουν».
Τον ήξερα τον γιό του από µικρό παιδί. Τότε υπηρετούσε την θητεία του.
«Γιατί,
τού λέω, τι συµβαίνει;». «Πήγε µία φορά, µού λέει, και βρήκε τους
άλλους να παίζουν χαρτιά, ενώ είχαν υπηρεσία. Τους έκανε παρατήρηση· δεν
τον άκουσαν. Τους έκανε µετά αναφορά, και ένας από εκείνους τον
απείλησε ότι θα τον σκοτώσει». «Κοίταξε, τού λέω, για να τον σκοτώσουν,
δεν τον σκοτώνουν. Εγώ θα κάνω προσευχή, για να µην περάσουν τον Άγγελο
στρατοδικείο, πού δεν έπαιζε και αυτός χαρτιά»!
Έµαθα
και κάτι άλλο και είπα: «∆όξα τω Θεό, υπάρχουν ακόµη Έλληνες πού πονούν
για την πατρίδα». Ένας αεροπόρος, επειδή είχαν παραβιάσει τα σύνορα
τουρκικά αεροπλάνα, έκανε προσπάθεια να τα προσπέραση λίγο, για να
βγάλει φωτογραφία και να αποδείξει ότι παραβίασαν τα σύνορα. «Παράτησε
το», τού φώναζε ό άλλος από τον ασύρµατο, άλλα εκείνος επέµενε,
προσπαθούσε. Ό Τούρκος εν τω µεταξύ είχε µεγαλύτερο αεροπλάνο και έτρεχε
πιο πολύ και το πήγαινε πιο χαµηλά, µέχρι πού ό Έλληνας, ό καηµένος,
βούλιαξε στην θάλασσα! Και είναι άλλοι πού µόνο βόλτες κάνουν µε το
αεροπλάνο! Πόσο διαφέρει δηλαδή!
Χρειάζεται να µπει κανείς στο νόηµα, να αισθανθεί το καλό ως ανάγκη, αλλιώς είναι ένα ρέµπελο πράγµα. Άντε τώρα να βάλεις κάποιον αγγαρεία να πάει να πολεµήσει!
Θα κοιτάει να φύγει από ‘δώ, να γλυτώσει από ‘κει. Όταν καταλάβει όµως τι κακό θα κάνη ό εχθρός, πάει εθελοντής µετά.