π. Ανδρέας ΑγαθοκλέουςΥπάρχουν άνθρωποι που, ακόμα και στις πιο μεγάλες δυσκολίες της ζωής, δεν τους εγκαταλείπει η υπομονή, η σιγουριά ότι υπάρχει νόημα στη ζωή και η καρδιακή χαρά. Κοντά τους νιώθεις την ελπίδα ζωντανή και τα δικά σου προβλήματα μικρά.
Είναι και άλλοι που συνεχώς μεμψιμοιρούν, με τίποτε δεν είναι ευχαριστημένοι και, φυσικά, δεν έχουν ποτέ χαρά. Κοντά τους νιώθεις τον κόσμο να χάνεται και η ελπίδα να έχει πεθάνει.
Βέβαια, η εναλλαγή δεν είναι σπάνιο φαινόμενο. Κάποτε νιώθουμε παιδιά του Θεού και σε δοκιμασίες ακόμη και είναι φορές που νιώθουμε εγκαταλελειμμένοι και μόνοι ακόμη και χωρίς κάποιον ιδιαίτερο λόγο.
Για να καταλάβουμε την όποια συμπεριφορά, θα πρέπει να βρούμε το βάθος, τον λόγο από τον οποίον πηγάζει. Στην πρώτη περίπτωση, που περιγράφεται πιο πάνω, όπου ο άνθρωπος είναι χαρούμενος μέσα στα προβλήματά του και αισιόδοξος στις μαυρίλες που έρχονται, είναι, γιατί, κατά τον άγιο Ισαάκ τον Σύρο,«Νοιώθει πως τα χαρίσματα που έχει τα χρωστά στο Θεό, γι’ αυτό η καρδιά του θέλει να Τον ευχαριστεί αδιάκοπα» .
Στη δεύτερη περίπτωση, είναι ο άνθρωπος όπου αρνείται να δει τα καλά που έχει και συνεχώς “κλαίγεται”, θα λέγαμε, και ποτέ για τίποτα δεν είναι ευχαριστημένος. Βρίσκεται σε ένα συνεχή πειρασμό, ώστε ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος, πάλι, να πει το εξής φοβερό: «Όλες τις αδυναμίες των ανθρώπων τις υποφέρει ο Θεός, αλλά άνθρωπο που παντοτινά γογγύζει, δεν τον υποφέρνει, αν δεν τον παιδέψει» .
Αν στην περίπτωση της ευχαριστιακής διάθεσης της ψυχής διακρίνεται η ταπείνωσή της και άρα η παρουσία της χάριτος, στην περίπτωση του γογγυσμού, υπάρχει η υπερηφάνεια που φεύγει με τον «παιδεμό», δηλαδή τις δοκιμασίες, τον πόνο. Στην πραγματικότητα, τον επιτρέπει ο Θεός ως φάρμακο δυνατό για να θεραπευτεί ο άνθρωπος και να επανεύρει τη χαμένη χαρά του.
Ασφαλώς ο Θεός ως αγάπη, δεν κινείται απέναντί μας ούτε με εμπάθεια ούτε με ιδιοτέλεια. Το μόνο κίνητρό Του είναι να δημιουργήσει προσωπική σχέση με τον καθένα μας, ως «εραστής», κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, που επιθυμεί και τη δική μας ανταπόκριση, τον δικό μας έρωτα. Ξέρουμε, όμως, καμία σχέση δεν είναι μονόπλευρη.
Ο άνθρωπος, ως εικόνα Θεού, πέρα από τα όποια λάθη και παραπατήματά του, στο βάθος θέλει να αγαπά και να τον αγαπούν. Αυτό δεν μπορεί να γίνει όσο μεμψιμοιρά και γογγύζει, γιατί απωθεί. Κανένας δεν θέλει να βρίσκεται κοντά σε άνθρωπο που εκπέμπει άρνηση, σκοτάδι και θλίψη.
Σε τελευταία ανάλυση, η προσέλκυση ή η απώθηση τόσο των ανθρώπων όσο και του Θεού, καθορίζεται από την εσωτερική μας κατάσταση, δηλαδή της ευχαριστίας ή της αχαριστίας, που κάνει την καρδιά μας παράδεισο ή κόλαση.