Παραμονή τοῦ Ἁγίου Δημητρίου. Ἡ Μυρτώ γύρισε ἀπό τόν πανηγυρικό ἑσπερινό καί, ὅπως κάθε χρόνο, ἄρχισε τίς προετοιμασίες γιά τό γιορταστικό τριήμερο πού θά ἀκολουθοῦσε.
Στό μπαλκόνι, περιποιήθηκε τίς γλάστρες μέ τά ὁλάνθιστα ἁγιοδημητριάτικα χρυσάνθεμα. Μετά, ἔφερε τήν φρεσκοσιδερωμένη γαλανόλευκη καί τήν στερέωσε στό κοντάρι, δίπλα στίς γλάστρες.
Τέλος, ἔριξε μιά γενική ματιά καί χάρηκε πού, καί ὁ ἰβίσκος, ἔμοιαζε νά ἔχει κι αὐτός στολιστεῖ γιορτινός, μέ τά κατακόκκινα λουλούδια του.
«Νά δείχνουν καί τά μπαλκόνια μας πώς γιορτάζουμε. Γιά τόν Ἅη-Δημήτρη καί γιά τή μεγάλη μέρα τῆς πατρίδας μας», σκέφτηκε.
Κι ἔτσι ξαφνικά -τί σοῦ εἶναι αὐτή ἡ μνήμη- θυμήθηκε πώς, περίπου, κάτι τέτοιο ἔλεγε καί ἡ γιαγιά της, κάθε χρόνο τέτοια μέρα. Θυμήθηκε ἀκόμα πώς, στή συνέχεια, ἀκολουθοῦσε ἡ ἴδια διαδικασία, πού, στά μάτια τῆς παιδούλας Μυρτῶς, ἔμοιαζε σχεδόν μέ ἱεροτελεστία.
Ἡ γιαγιά, ἀκουμποῦσε στό τραπεζάκι τοῦ σαλονιοῦ τόν δίσκο μέ δυό φλυτζανάκια φρεσκοψημένο καφέ, ἔφερνε ἀπό τό δωμάτιό της τήν μεγάλη, ξυλόγλυπτη κασετίνα πού ἦταν πάντα στό κομοδίνο της, καθόταν στήν «δική» της πολυθρόνα κι ἔλεγε στήν κόρη της καί μητέρα τῆς Μυρτῶς:
– Ἔλα, Ἀγγέλα μου τώρα. Νά διαβάσουμε καί νά θυμηθοῦμε…
Ἀπό τήν κασετίνα, μέ τρεμάμενα σχεδόν χέρια, ἡ γιαγιά ἔβγαζε μιά δεσμίδα μέ κάρτες καί γράμματα. Ἔλυνε τήν γαλάζια κορδέλλα κι ἔδινε στήν κόρη της, μέ τήν σειρά, τούς φακέλλους καί τίς κάρτες. Καί ἡ Ἀγγέλα, διάβαζε τήν ἡμερομηνία καί τήν ὑπογραφή κι ἔλεγε:
– Αὐτό εἶναι ἀπό τόν Θανάση. Κι αὐτή εἶναι ἀπό τόν Ξενοφῶντα. Τί θέλεις νά σοῦ διαβάσω πρῶτα;
Ἡ γιαγιά ἀπαντοῦσε κι ἡ Ἀγγέλα ἄρχιζε μιά ἤρεμη, χαμηλόφωνη ἀνάγνωση πού, πότε-πότε, τήν διέκοπτε ἡ γιαγιά, θέλοντας νά ἐπαναλάβει κι ἐκείνη κάποιες φράσεις, μέ μιά νοτισμένη καί λίγο βραχνή φωνή.
Στά πρῶτα της χρόνια, ἡ Μυρτώ, παίζοντας ἤ ζωγραφίζοντας, λίγο πιό πέρα, παρακολουθοῦσε τή σκηνή, χωρίς νά καταλαβαίνει τί συνέβαινε. Ὅμως, ὅταν πιά πῆγε σχολεῖο, ἡ γιαγιά τήν κάλεσε καί τῆς εἶπε:
– Ἔλα Μυρτούλα μου κι ἐσύ κοντά μας. Ν᾽ ἀκούσεις τί ἔγραφαν οἱ θεῖοι σου στά γράμματα πού μᾶς ἔστελναν ὅταν, στά βουνά τῆς Ἀλβανίας, πολεμοῦσαν τούς ἐχθρούς πού θέλαν νά πάρουν τήν πατρίδα μας… Τότε πού τούς εἴπαμε τό «Ὄχι» πού γιορτάσατε κι ἐσεῖς στό Σχολεῖο.
Ἔτσι, ἄρχισαν νά καταγράφονται ἀνεξίτηλα στήν μνήμη τῆς Μυρτῶς κάποιες σκόρπιες φράσεις ἀπό κεῖνα τά γράμματα, ὅπως:
«…Νά εἶστε βέβαιοι, καλοί μου γονεῖς, πώς ἡ Νίκη εἶναι δική μας γιατί ἔχουμε ἕνα μεγάλο σύμμαχο, τήν Παναγία μας…
Ξυπνᾶμε τά χαράματα καί, στήν χιονισμένη πλαγιά, ὅλοι μας, καί οἱ τριακόσιοι ἄνδρες τοῦ λόχου, τήν βλέπομε νά στέκει καί νά μᾶς ὁδηγεῖ…».
«…Θυμᾶσαι, Ἀγγέλα, πού μέ τό ζόρι δέχθηκα ἐκεῖνο τό φυλαχτό πού μοὔβαλες τήν τελευταία στιγμή στήν τσέπη μου; Ἔ, πίστεψέ με, δέν τό ἀποχωρίζομαι στιγμή καί σ᾽ εὐχαριστῶ, ἀδελφή μου…».
«…Τό γράμμα σας μέ τά νέα γιά τά πρῶτα λογάκια τῆς Μυρτούλας μπροστά στά πολύχρωμα χριστουγεννιάτικα στολίδια, μοῦ ἔφερε μιά καλόδεχτη ζεστασιά μέσα σ᾽ αὐτήν τήν ἀπερίγραπτη παγωνιά.
Ἐδῶ, νομίζεις πώς οἱ μόνοι ἦχοι πού ὑπάρχουν πιά στόν κόσμο εἶναι οἱ ὀβίδες καί τά βογγητά. Καί τά μόνα χρώματα εἶναι τό λευκό τοῦ χιονιοῦ καί τό κόκκινο τοῦ αἵματος…».
«…Θά νικήσουμε, τό ξέρω. Ἐμεῖς πολεμοῦμε γιά ἱερό σκοπό. Γιά τήν τιμή τῆς γλυκιᾶς Παναγιᾶς καί τήν ἐλευθερία τῆς ἀγαπημένης μας πατρίδας…».
Τό κουδούνισμα τοῦ τηλεφώνου διέκοψε τήν ἀναπόληση τῆς Μυρτῶς. Ἦταν ἡ φίλη της ἡ Κατερίνα. Ἀκουγόταν ἄκεφη καί, ὅπως πάντα, τῆς ἄνοιξε τήν καρδιά της.
– Νά μήν ἐννοεῖ αὐτός ὁ γιός μου νά μᾶς γράψει δυό λόγια ἀπό τήν Ἀμερική; Πάλι τόν παρακάλεσα. Εἶναι, λέει, πνιγμένος καί θεωρεῖ ἀρκετό τό ὅτι μιλᾶμε -βιαστικά πάντα- στό τηλέφωνο.
Βλέπεις, εἶναι αὐτή ἡ εὐκολία τοῦ κινητοῦ πού τό ἔχει πρόχειρο. Κι ὅποτε θυμηθεῖ μᾶς καλεῖ. Ἄς τοῦ γράφω ἐγώ… Καί πόσες φορές τοῦ ἐξήγησα ὅτι τό τηλεφώνημα… φεύγει, τελειώνει καί χάνεται. Κι ὅτι ἐμεῖς λαχταροῦμε κάποιο γράμμα του. Νά τό κρατᾶμε, νά τό διαβάζουμε, ξανά καί ξανά…
Ἡ Μυρτώ προσπάθησε νά τήν παρηγορήσει, τονίζοντας καί τά θετικά πού ἔχει ἡ τηλεφωνική ἐπικοινωνία. Στό βάθος τῆς ψυχῆς της ὅμως, τήν καταλάβαινε κι ἔνιωθε πώς ἡ Κατερίνα εἶχε δίκιο. Κλείνοντας τό τηλέφωνο, μιά παράξενη σκέψη πέρασε ἀπό τό μυαλό της.
Εὐτυχῶς πού, τό 1940, δέν ὑπῆρχαν τά κινητά τηλέφωνα. Ἀλλιῶς, δέν θά προέκυπτε αὐτός ὁ ἀδιαμφισβήτητος θησαυρός καί ἡ ἱερή μαρτυρία τῶν ἐπιστολῶν.
Καί κάποιος σύγχρονος «ἱστορικός» ἴσως νά ὑποστήριζε, μεταξύ ἄλλων ὅτι, ἐκεῖνο τόν χειμώνα, στίς βουνοπλαγιές τῆς Πίνδου οἱ Ἕλληνες «συνωστίζονταν» γιά χειμερινό τουρισμό…
Γράφει ἡ Μερόπη Ν. Σπυροπούλου, Ὁμότιμη Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
Σύνδεσμος
Μηνιαῖο περιοδικό Ἑλληνορθόδοξης Μαρτυρίας
Χριστιανική Στέγη Καλαμάτας
Ἔτος 47o – ᾽Οκτώβριος 2013 – Τεῦχος 482
simeiakairwn.wordpress.com
Eυτυχώς, τότε δεν υπήρχαν κινητά
Οκτωβρίου 28, 2024