Οἱ παλιοὶ ἄνθρωποι ἦταν μᾶλλον περισσότερο μαθημένοι στὸ ἀπρόβλεπτο καὶ στὸ ἀναπάντεχο καὶ συνήθως ξεκινοῦσαν ἢ ἔκλειναν τὶς μελλοντικές τους ὑποσχέσεις ἢ τὰ σχέδια τους, μὲ ἕνα «πρῶτα ὁ Θεός…».
Ἴσως ἀπὸ πεῖρα ἢ λόγω τῆς δομῆς τῆς σκέψης τους, γνώριζαν πὼς ὁ ἔλεγχος ἐπάνω στὴν πραγματικότητα δὲν εἶναι εὔκολος, ἴσως καὶ οὐδόλως ἐφικτός.
Οἱ καινούργιοι ἄνθρωποι, βαθειά, δομικὰ ἐπηρεασμένοι, συνειδητῶς ἢ ἀσυνειδήτως, ἀπὸ τὸν δυτικὸ σχολαστικισμό, ἔχουν ἰδανικὸ τὴν σταθερότητα καὶ τὴ μονιμότητα καὶ μισοῦν τὴν κινητικότητα, τὴν τρεπτότητα, τὸ τυχαῖο καὶ ἀπρόβλεπτο. Δὲν ξεύρουν, τί νὰ κάνουν μὲ τὸ ἀνεπάντεχο καὶ ἀπροσδιόριστο, μὲ τρόπο ἀνάλογο μὲ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ ἀφήνοντας τὴν σταθερότητα τοῦ χώματος μπαίνει σὲ θάλασσα καὶ τῆς ἀντιστέκεται ὡς ἐὰν ἦταν στέρεο κι ὄχι ρευστὸ ὑγρὸ, ποὺ πλάθεται καὶ πλάθει ὁλοένα τὸν ἑαυτό της καὶ πάντα τὰ ἐν αυτῇ.
Οἱ παλιοὶ ἄνθρωποι ἤξευραν, πολλοὶ τουλάχιστον ἐξ αὐτῶν, ὅσοι εἶχαν πίστη καὶ συνεπῶς δομὴ ἀνάλογη, νὰ διαχειρίζονται τὴν τρεπτότητα τῶν πραγμάτων. Δὲν τὴν ἀντιπάλευαν, ὡς ἐχθρό τῆς ζωῆς τους, ἀλλὰ συνέπλεαν μὲ αὐτὴν καὶ ἔπαιρναν τὴ ζωὴ, ὅπως ἐρχόταν κι ὄχι ὅπως τὴν ἤθελαν καὶ τὴν εἶχαν προσχεδιασμένη στὸ νοῦ τους.
Οἱ παλιακοὶ ἄνθρωποι ἦταν τροπικοὶ καὶ ἤξευραν, ἢ ἔστω πάλευαν νὰ μάθουν, νὰ κολυμποῦν τὴ ζωὴ καὶ μποροῦσαν καὶ τὴ χαρὰ νὰ «σπάζουν» μὲ λύπη καὶ τὴ λύπη καὶ τὸ πένθος νὰ μυρώνουν καὶ νὰ μαλακώνουν μὲ χαρὰ κι ἐλπίδα. Ἤξευραν νὰ ἰσορροποῦν, ταλαντευόμενοι ἐπάνω στὰ γκρεμνὰ τῆς ζωῆς, νὰ ἀκολουθοῦν μὲ πλαστικότητα τὸν ρυθμὸ τῆς κινούμενης πλάσης κι ὄχι νὰ στέκονται μαρμαρωμένοι ἐπάνω στὸ πτῶμα μίας ἀκίνητης φύσης ἢ μιᾶς τετελεσμένης καὶ σταματημένης εὐτυχίας.
Ὅλα τῆς ζωῆς τὰ σχετικοποιοῦσαν μὲ ἕνα «ἔχει ὁ Θεός» καὶ ἕνα «Κύριος οἶδε», μὲ ἕνα κόσμημα λεπτὸ νόημα -ἀκατανόητο κι ἀσύλληπτο μάλλον γιὰ τοὺς βέβαιους τοῦ κόσμου τούτου-, μὲ ἕνα «πρῶτα ὁ Θεός…».
Κόρδης Γεώργιος