Κάποτε που η μάνα φούρνιζε το ψωμί με τη μαγιά και μοσχοβολούσε το σπίτι.
Κάποτε που είχαμε ένα μόνο τετράδιο, μια ξύλινη κασετίνα, και μια σάκα που με αυτήν τελειώναμε το σχολείο.
Κάποτε που πλάθαμε μπαλίτσες την ψίχα του ψωμιού για σβηστήρα!
Κάποτε που τα απογεύματα οι αυλές γέμιζαν με σκαμνάκια και γειτόνισσες.
Κάποτε που όλη η γειτονιά ήταν μια μεγάλη οικογένεια.
Κάποτε που οι πόρτες μας ήταν ολημερίς ξεκλείδωτες, με το κλειδί επάνω.
Κάποτε που κάθε σπιτικό είχε τον μπαξέ του, τα κηπευτικά του, τα ζωντανά του.
Κάποτε που ο τενεκές του λαδιού βαφόταν με μεράκι για να υποδεχθεί χρυσάνθεμα και γιασεμιά.
Κάποτε που κάθε Κυριακή φοράγαμε τα καλά μας και πηγαίναμε εκκλησία!
Κάποτε που οι στάλες της βροχής “χτυπούσαν” στον τσίγκο και άκουγες την ωραιότερη μουσική!
Κάποτε που τα παιδιά που έψελναν τα κάλαντα, πρόσφερναν χαρά στο σπιτικό.
Κάποτε που το μαγκάλι ζέσταινε όλο το σπίτι και έψηνε τα κάστανα.
Κάποτε που ο μπακάλης πουλούσε βερεσέ και ο γαλατάς μας ξυπνούσε.
Κάποτε που τα κοκόρια λαλούσαν και μας καλημέριζαν.
Κάποτε που ο καθένας έδινε στον φτωχό ένα πιάτο φαΐ, ένα ρούχο, ένα μπουκάλι λάδι, λίγα αυγά.
Κάποτε που μας ένοιαζε για τον διπλανό μας.
Κάποτε που στα σπίτια ζούσαν και οι γιαγιάδες και οι παππούδες.
Κάποτε που παίζαμε στις αλάνες.
Κάποτε που κάναμε φίλους καρδιακούς.
Κάποτε που κοκκινίζαμε όταν ντρεπόμασταν.
Κάποτε που ξέραμε να λέμε κι ένα συγγνώμη!
Κάποτε…
Κάποτε που ήμασταν …πιο άνθρωποι!
ΑΥΤΟ ΤΟ ΚΑΠΟΤΕ ΤΟ ΘΕΛΩ ΠΙΣΩ…