Τελευταια Νεα

6/trending/recent
Type Here to Get Search Results !

Σώσε το παιδάκι μ’ Παναγία μου, και θα’ρθουμε στη χάρη σου

του Λευτέρη Κορέλη

Σαράντα οκτώ ώρες κρατούσε το ταξίδι, συνήθως πεζοπορία. Κατά διαστήματα συναντούσαν χωριά, όπου είχαν στημένους χορούς με ψητά, κλαρίνα και πανηγύρια… Μ’ είχε ταμένο η μάνα μου. Κινδύνεψα να πεθάνω στη γέννα.

-Σώσε το παιδάκι ‘μ Παναγία μου, και θα ‘ρθουμε στη χάρη σου.

Και εκπλήρωσε το τάμα της. Ήταν ένα ταξίδι που έγινε το 1917. Και διηγούνταν η μάνα μου, που ίσως αυτό να ήταν και «το μόνον της ζωής της ταξίδιον»:

-Ξεκινήσαμε, γιέ μου, προπαραμονή, με τον πατέρα σου κι εσένα μικρό, ως δυο χρονών, και μ’ άλλους χωριανούς, απογευματάκι απ’ το χωριό. Είμασταν όλοι απ’ το μαχαλά μας, απ΄ την Παναγία. Είχαμε πάρει μαζί μας και το μουλάρι μας, και σε βάλαμε πάνω. Μικρό παιδί, δεν θ’ άντεχες τόσο ποδαρόδρομο.

Οι υπόλοιποι ζωσμένοι απ’ ένα ντορβά με λίγο ψωμί, τυρί και καμιά ντομάτα, και κρεμασμένη στη πλάτη μια κουβέρτα προχωρούσαν με τα πόδια Περάσαμε απ’ το Παλιοχώρι, όπου μπήκαν και Παλιοχωριάτες στη παρέα. Το ίδιο έγινε και στα Πουγκάκια. Διαβήκαμε απ’ τη ράχη του Καρπενησιού, περάσαμε τη Λάσπη.

Κάπου παραμερίσαμε να ξαποστάσουμε και μας πήρε ο ύπνος. Το πρωί φτάσαμε στο Καρπενήσι. Μεγάλη πολιτεία, και κόσμος πολύς πήγαινε κι έρχονταν στα σοκάκια. Κι είδα για πρώτη φορά αυτοκίνητο. Τρόμαξα. Μου φάνηκαν θηρία, με τη φασαρία που έκαναν.

Μ’ αγόρασε ο πατέρας σου μια καινούργια μαντήλα και συνεχίσαμε το δρόμο μας για το μοναστήρι. Παντού συναντούσαμε προσκυνητές που πήγαιναν στη χάρη της. Όλες οι στράτες γεμάτες κόσμο, μαζί κι εμείς.

Ο δρόμος απ’ το Καρπενήσι στην αρχή, πέρναγε ανάμεσα από χωράφια σπαρμένα με τριφύλλια, στάρι και καλαμπόκια, όσο προχωρούσαμε μπαίναμε σε δάσος και σε λίγο πήραμε ένα μονοπάτι ανάμεσα σε βράχια δίπλα στο ποτάμι.

Σ’ ένα σημείο είδαμε κόσμο να γονατίζει και να σταυροκοπιέται. Ήταν «το πάτημα της Παναγίας». Κάναμε το σταυρό μας και προχωρήσαμε. Το πρωί συνεχίσαμε και φτάσαμε στο Γαύρο κι από κει στα «Παζαράκια».

Τι να δεις! Κόσμος! Ψητά, φρούτα, όργανα χοροί… Κάμποσοι μερακλήδες χόρευαν και τραγουδούσαν… Μπήκε κι ο πατέρας μαζί με άλλους και το ‘φερε μια γυροβολιά, έτσι για το καλό… Τ’ άρεσαν του Γιαννακού οι χοροί και τα πανηγύρια.

Παραμονή το απόγευμα φτάσαμε στο μοναστήρι. Κοσμοπλημμύρα! Οι λάκες και τα πεζούλια δεν τους χωρούν! Παρέες-παρέες είχαν κάτσει κατάχαμα, πάνω σε κουβέρτες, και με τα μουλάρια, άλογα – ότι είχε ο καθένας – δίπλα τους δεμένα. Άλλοι προχωρούσαν προς την εκκλησία, σπρώχνοντας για ν’ ανοίξουν δρόμο, απ’ τον πολύ κόσμο. Μπήκαμε στη σειρά να προσκυνήσουμε.

Οι παπάδες ψέλνουν συνέχεια. Η μια λειτουργία τελειώνει και η άλλη αρχίζει. Ήταν κι ο Δεσπότης! Κι έβλεπες μανάδες να κρατούν άρρωστα παιδάκια, άνδρες και γυναίκες με το πόνο και την αγωνία ζωγραφισμένα στα πρόσωπά τους, γέρους με τρεμάμενα βήματα, όλοι τους να πορεύονται για προσκυνήσουν την εικόνα τους…

Κι όταν έφτανες στο εικονοστάσι, δεν ξεχώριζες την όψη της απ΄ τα τάματα των χριστιανών. Χρυσές καντήλες, δακτυλίδια, ότι μπορεί να φανταστείς. Ανάψαμε τη λαμπάδα και ξαναγυρίσαμε στη μέρος που θα περνάγαμε τη νύχτα μας.

-Φύλαξε το παιδί σου να μη στο κλέψουν, να μη στ’ αλλάξουν, κακομοίρα μου, μούπε μια χωριανή που ‘ρθε στην παρέα μας. Εδώ φέρνουν παιδάκια σακατεμένα: κουτσά, στραβά, χαζά, τα’ αφήνουν στο πλάι σου την ώρα που κοιμάσαι, παίρνουν το δικό σου κι εδώθε παν κι άλλοι… Απόψε άλλαξαν δυο αγοράκια με κορίτσια, κι ένα άλλο το ΄κλεψαν και ψάχνουν τώρα οι γονείς τους με την αστυνομία.

-Και τι να κάμω;

-Να το δέσεις στη μέση σου και με μια παραμάνα να το πιάσεις στο κόρφο σου και να ‘χεις τα μάτια σου τέσσερα!

Έκανα όπως μου είπε κι όλοι τη νύκτα δεν κοιμήθηκα…

Όλο το βράδυ το περάσαμε ακούγοντας ιστορίες για θαύματα της Παναγίας..Γι’ αρρώστους που βρήκαν την υγειά τους, για κάποιον που ‘πεσε στο γκρεμό με τα’ άλογό του κι η Παναγία τον έσωσε, κι άλλα πολλά.

Από παντού άκουγες φωνές, γέλια, τραγούδια, και κάποιοι είχαν ανάψει φωτιές, περισσότερο για φωτισμό παρά για να ζεσταθούν. Το πρωί στη μεγάλη λειτουργία ξαναμπήκαμε στη γραμμή για να προσκυνήσουμε. Ώρες πολλές για να φτάσουμε. Και έρχονταν κι άλλος κόσμος, απ΄ όλους τους δρόμους, σαν ποτάμια.

Το μεσημέρι, ανήμερα στη γιορτή της, μόλις σχόλασε η εκκλησία, ξεκινούσε γλέντι στο χωριό που ήταν δίπλα στο μοναστήρι. Καθίσαμε λίγο, πήγε ο πατέρας σου και πήρε λίγο κρέας και φάγαμε. Ύστερα όλοι η παρέα ξεκινήσαμε για την επιστροφή .Και σ’ όλο το δρόμο λέγαμε και ξαναλέγαμε γι’ αυτά που είδαμε και θαυμάσαμε!

Πάνω από εξήντα χρόνια διηγιόνταν η μάνα μου αυτή την ιστορία με μικρές παραλλαγές, ώσπου πέθανε, κι εγώ την άκουγα σαν να ήταν η πρώτη φορά. Την έλεγε τόσο παραστατικά λες και την ζούσε κείνη την ώρα.

Στον καιρό του πολέμου, μ’ έταξε να πάω να προσκυνήσω τη χάρη Της. Δυστυχώς ο πόλεμος κράτησε πολύ για μένα. Η μάνα, που θα μου θύμιζε το χρέος, πέθανε, πέρασαν τα χρόνια και δεν ξεπλήρωσα το τάμα.

Και σκέφτομαι: Θα με βοηθήσει άραγε η Παναγία η Μπουρσότισσα να ξεπληρώσω το διπλό μου χρέος, στην Παναγία και στη Μάνα μου;

 

Πηγή: Γκαρδικιώτικες κουβέντες

το «σπιτάκι της Μέλιας»

simeiakairwn.wordpress.com

 

 

https://news.google.com/publications/CAAqBwgKMKTBmwsw6MuzAw?hl=el&gl=GR&ceid=GR%3Ael


Top Post Ad

Below Post Ad

https://news.google.com/publications/CAAqBwgKMKTBmwsw6MuzAw?hl=el&gl=GR&ceid=GR%3Ael