Το κήρυγμα για την Κυριακή Δ΄ Ματθαίου 2022
10 Ιουλίου - Πρωτοπρεσβύτερος Βασίλειος Κ. Γιαννακόπουλος
Στο σημερινό Ευαγγελικό ανάγνωσμα βλέπουμε έναν Ρωμαίο εκατόνταρχο να ζητά από τον Χριστό να θεραπεύσει τον δούλο του, ο οποίος ήταν κατάκοιτος. Και ο Κύριος του είπε ότι πρόκειται να έλθει στο σπίτι του για να τον θεραπεύσει. Αλλά ο εκατόνταρχος από ταπείνωση, θεωρώντας ότι είναι ανάξιος να εισέλθει ο Χριστός στο σπίτι του, Του ζήτησε να ευχηθεί από μακριά για να θεραπευθεί ο δούλος του.
Η πίστη του εκατόνταρχου
Αυτό που μας κάνει εντύπωση είναι ότι στο τέλος ο Κύριος, τονίζοντας την πίστη του εκατοντάρχου, είπε: «Σας βεβαιώνω πως τόση πίστη ούτε ανάμεσα στους Ισραηλίτες δεν βρήκα. Και σας λέω πως θα έλθουν πολλοί από ανατολή και δύση και θα καθίσουν μαζί με τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ στο τραπέζι της Βασιλείας των Ουρανών, ενώ οι κληρονόμοι της Βασιλείας θα πεταχθούν έξω στο σκοτάδι· εκεί θα κλαίνε, και θα τρίζουν τα δόντια τους» (ΜΑΤΘ. 8, 10-12).
Δεν σωζόμαστε γιατί απλά είμαστε Ορθόδοξοι Χριστιανοί και διανοητικά το παραδεχόμαστε και το υποστηρίζουμε. Ο Κύριος κάνει μία φοβερή ανατροπή, βάζει σε υψηλότερη θέση την πίστη του εκατοντάρχου από την πίστη των Ισραηλιτών. Έτσι και στη σημερινή εποχή μπορεί να βρει βαθιά πίστη εκεί όπου νομίζουμε ότι δεν υπάρχει.
Η πίστη σήμερα
Εμείς κομπάζουμε ότι είμαστε Ορθόδοξοι Χριστιανοί και πηγαίνουμε στην Εκκλησία, όμως πολλές φορές η πίστη μας δεν είναι αυτή που πρέπει να είναι. Διδάσκουμε και πιέζουμε τους άλλους κι εμείς ζούμε μία ζωή μακριά από την ορθή πίστη. Γιατί δεν σώζεται αυτός που έχει τη σιγουριά, την ελπίδα στον εαυτό του και στη δύναμή του, αλλά αυτός που έχει βαθιά πίστη. Που φαίνεται αυτό; Στο ήθος του εκατοντάρχου. Ο εκατόνταρχος ζητά από τον Κύριο να κάνει καλά τον δούλο του και έχει βαθιά πίστη ότι αυτό θα πραγματοποιηθεί. Στηρίζεται στην Χάρη του Θεού.
Η προσευχή δεν είναι μία μηχανιστική διαδικασία. «Αφού προσεύχομαι για κάτι, ο Θεός θα μου το δώσει οπωσδήποτε». Η προσευχή είναι μία πάλη με τον Θεό, η οποία δικαιώνεται μέσα στην ταπείνωση. Ποια είναι η ταπείνωση του εκατοντάρχου; «Κύριε, δεν είμαι άξιος να σε δεχθώ στο σπίτι μου» (ΜΑΤΘ. 8, 8). Και πως φαίνεται αυτό το ήθος στην πράξη; Με το να πιστεύουμε ότι είμαστε ανάξιοι για την Χάρη του Θεού.
Με το να νοιώθουμε πως είμαστε οι τελευταίοι του κόσμου και να θεωρούμε τον κάθε άνθρωπο πιο σημαντικό από εμάς. Και τότε χαμηλώνουμε τον εαυτό μας και πλησιάζουμε πιο πολύ τον Θεό. Γιατί ο Θεός αναπαύεται στους ανθρώπους που έχουν ταπείνωση. Και μέσα από αυτή τη στάση μας φανερώνεται η αληθινή αγάπη για τους συνανθρώπους μας. Μία τέτοια αγάπη είχε και ο εκατόνταρχος για τον δούλο του. Γι’ αυτό και παρακαλεί τον Κύριο να τον θεραπεύσει.
Πίστη, ταπείνωση, προσευχή αγάπη και εμπιστοσύνη στο θέλημα του Θεού
Στον εκατόνταρχο βλέπουμε να συνυπάρχουν η πίστη, η ταπείνωση, η προσευχή και η αγάπη. Είναι ένα ήθος και στάση ζωής. Η πίστη, λοιπόν, είναι η εμπιστοσύνη στον Θεό, στο θέλημα και στο Είναι Του, που ξεπερνά τη διανοητική παραδοχή μιας αλήθειας και φέρνει μία αλλαγή ελευθερίας στην καρδιά μας. Και πότε νοιώθουμε πως είμαστε του Θεού; Όταν είμαστε αναπαυμένοι και ήσυχοι και λέμε στον Θεό:
«Κάνε ό,τι θέλεις Εσύ» και είμαστε αφημένοι στα χέρια Του και ζητάμε το έλεός Του, όχι μόνο για εμάς αλλά για κάθε άνθρωπο. Γιατί καταλαβαίνουμε, εμείς πρώτοι, ότι έχουμε ανάγκη την ευσπλαγχνία του Θεού. Και φυσικά όταν κρατάμε μία τέτοια στάση δεν αισθανόμαστε ότι είμαστε δικαιωμένοι, αλλά κατανοούμε ότι απέχουμε πολύ από την αληθινή πίστη. Όμως αφήνουμε τον εαυτό μας ολοκληρωτικά στον Θεό και ζητάμε την Χάρη Του στη ζωή μας.
Με την πίστη ζούμε την παρουσία του Θεού
Τι σημασία έχει αν ξέρουμε πολλά για τον Θεό, αλλά δεν ζούμε τον Θεό; Τι σημασία έχει αν ξέρουμε την πλήρη ακρίβεια των δογμάτων, αν η καρδιά μας δεν ζει την παρουσία Του; Με τη σωστή πίστη ζούμε την παρουσία του Θεού. Όταν ζούμε την παρουσία του Θεού, ελευθερωνόμαστε από τα σχήματα και τις καταστάσεις, είμαστε ενωμένοι με όλη την οικουμένη, θέλουμε να σωθούν όλοι οι άνθρωποι, ακόμη και οι άπιστοι.
Για να έχουμε αυτήν την οικουμενικότητα προϋποθέτει ότι πρώτοι εμείς ζήσαμε την έκπτωσή μας, την αμαρτία μας, την έξωση από τον Παράδεισο. Αν δεν κατεβούμε στον Άδη και δεν αισθανθούμε τις φλόγες της κόλασης, δεν μπορούμε να γίνουμε αληθινά πιστοί και Ορθόδοξοι. Δεν μπορούμε να αγαπήσουμε κάθε ελάχιστο αδελφό μας. Δεν μπορούμε να αισθανθούμε τον πόνο κάθε κολασμένου και άρα ζούμε σε μία φαντασιακή αίσθηση πνευματικότητας.
Δεν μπορούμε να λέμε ότι έχουμε πνευματικότητα και να μην πονάμε για τον έσχατο αδελφό μας, τον κολασμένο, τον άπιστο, τον αιρετικό. Αν δεν ζούμε τον προσωπικό μας πόνο της απουσίας του Θεού, της έξωσής μας από τη χαρά του Παραδείσου, τότε δεν μπορούμε να νοιώσουμε κανέναν άνθρωπο και τότε ζούμε στην κόλαση της πνευματικής μας «δικαίωσης».
Για να σωθούμε, οφείλουμε να αποκτήσουμε καρδιά. Κι αποκτάμε καρδιά, όταν την ενεργοποιήσουμε ζητώντας το Φως, το οποίο είναι ο Κύριος. Δεν μπορούμε να ζητάμε τον Κύριο, αν δεν ζητάμε το ίδιο για τον κάθε αδελφό μας, που είναι ο Χριστός «εν ετέρα μορφή» (ΜΑΡΚ. 16, 12). Η αγάπη μας για τους άλλους ανθρώπους δεν είναι εύκολη υπόθεση, αλλά όχι και ακατόρθωτη. Για να το επιτύχουμε αυτό χρειάζεται να αντλούμε δύναμη από τον Ίδιο τον Χριστό μέσα από την ταπεινή μας προσευχή.
Πρωτοπρεσβύτερος Βασίλειος Κ. Γιαννακόπουλος|