Χαίρων τελεύτα, Βασίλειε τρισμάκαρ.
Ἐκεῖ γὰρ ἥξεις, οὗ χαρᾶς πλησθῇς ὅσης.
Δωδεκάτῃ Βασίλειε ταφήϊα δύσσαο νεκρός.
Απτόητος
πρόμαχος της τιμητικής προσκύνησης των εικόνων ο Βασίλειος, αποδοκίμασε
με όλες του τις δυνάμεις τους εικονομάχους αυτοκράτορες. Η μεγάλη
θεολογική του κατάρτιση σε συνδυασμό με την ενάρετη ζωή του, τον
ανέδειξαν επίσκοπο της πόλης Παρίου στις ακτές της Προποντίδας.
Η
στάση του όμως αυτή έναντι των εικονομάχων αυτοκρατόρων έγινε αιτία να
διωχθεί σκληρά. Υπέστη πολλά δεινά και πέρασε «εν λιμώ και δίψει, εν
νηστείαις πολλάκις, εν ψύχει και γυμνότητι» (Β' προς Κορινθίους, ια'
27), δηλαδή, με πείνα και δίψα, με νηστείες πολλές φορές, με κρύο και
γυμνότητα. Αλλά ο Βασίλειος, όπου και αν τον εξόριζαν οι αυτοκράτορες,
ποτέ δεν έχανε την ευκαιρία να υπερασπίζει την Ορθοδοξία. Αναφέρεται δε
ότι κατά τους χρόνους της βασιλείας του Μιχαήλ του Τραυλού (820 - 829
μ.Χ.) και του Θεοφίλου (829 - 842 μ.Χ.) διέμενε εξόριστος σε κάποιο
μικρό νησί προ της Κωνσταντινουπόλεως. Τέλος, τον αξίωσε ο Θεός να δει
το θρίαμβο της Ορθοδοξίας και συγχρόνως το ναυάγιο της εικονομαχίας.
Όταν επέστρεψε στην επισκοπή του, τον υποδέχθηκαν με μεγάλες τιμές και εκεί παρέδωσε ειρηνικά το πνεύμα του στον Κύριο.
Ο Άγιος Βασίλειος χειροτόνησε διάκονο και πρεσβύτερο τον μετέπειτα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Άγιο Ιγνάτιο Α' (τιμάται 23 Οκτωβρίου).
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς ἱερεὺς τοῦ Βασιλέως τῆς δόξης, ὁμολογίας διαλάμπεις τὴ αἴγλη, Ἱερομάρτυς ἔνδοξε Βασίλειε, τῶν εἰκονομάχων γάρ, τὴν ἀπάτην ἐλέγχων, πόνοις προσωμίλησας, ὑπὲρ τῆς ἀληθείας καὶ μεταστᾶς ἐν δόξῃ πρὸς Θεόν, τῶν σὲ τιμώντων, ἀπαύστως μνημόνευε.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Κανόνα πίστεως, καὶ εἰκόνα πραότητος, ἐγκρατείας διδάσκαλον, ἀνέδειξε σε τῇ ποίμνῃ σου, ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια· διὰ τοῦτο ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια. Πάτερ Ἱεράρχα Βασίλειε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. β’. Τὴν ὑπέρ ἡμῶν.
Τὴν βασιλικήν, προσάγων ἱερουργίαν, τῷ Παμβασιλεῖ, Βασίλειε θεοφάντορ, ὁλοκάρπωμα θεῖον, τοὺς θείους ἀγῶνάς σου, ἱερῶς αὐτῷ προσέφερες, Ἱεράρχα πανσεβάσμιε, ἐκβοῶν τοῖς προσιοῦσί σοι· Ἡ τῆς Εἰκόνος τιμή, ἀνυψοῦται Χριστῷ.
Οσία Ανθούσα, θυγατέρα του Κωνσταντίνου του Κοπρώνυμου
Ῥίζης δυσώδους καρπὸς εὐώδης μάλα,
Ἀνθοῦσα σεμνὴ γῆς ἀπανθεῖ καὶ βίου.
Η
Οσία Ανθούσα ήταν θυγατέρα του εικονομάχου βασιλιά Κωνσταντίνου του
Κοπρώνυμου και της τρίτης συζύγου του Ευδοκίας. Γεννήθηκε μέσα στην
ανακτορική δόξα και λαμπρότητα, αλλά αυτή ζήτησε άλλου την ευχαρίστηση
και παρηγοριά της ψυχής της.
Μάταια ο βασιλιάς πατέρας της (741 -
775 μ.Χ.) θέλησε να την παντρέψει με νέο που είχε όλα τα πλεονεκτήματα
του γένους, του κάλλους και του πλούτου. Αυτή έφερε στην καρδιά της
βαθειά τη θλίψη, ότι ο πατέρας της ήταν εχθρός των εικόνων και δεν ήθελε
σύζυγο που είχε τα ίδια φρονήματα μ' αυτόν. Παρέμεινε λοιπόν άγαμη και
χρησιμοποιούσε τον καιρό της σε έργα ελέους και φιλανθρωπίας.
Μετά
το θάνατο του πατέρα της, μοίρασε τα υπάρχοντα της σε φτωχούς,
φιλανθρωπικά ιδρύματα και ναούς και έγινε μοναχή από τον Πατριάρχη
Ταράσιο μολονότι δέχθηκε πολλές παρακλήσεις και πιέσθηκε από την
ευσεβέστατη αυγούστα Ειρήνη την Αθηναία (797 - 802 μ.Χ.) να μείνει μαζί
της και να συμβασιλεύσει. Στο μοναστήρι η ζωή της ήταν ασκητική, γεμάτη
ταπεινοφροσύνη και αγάπη.
Το έτος 809 μ.Χ. και σε ηλικία 52 ετών
έφυγε από τον κόσμο αυτό, σ' όλα άξια του αμάραντου στεφάνου της αιώνιας
βασιλείας, η παρθένος η σεμνή, που καταφρόνησε τις ψεύτικες λάμψεις και
τις απατηλές τιμές των πρόσκαιρων βασιλειών της γης.
Όσιος Νεόφυτος ο έγκλειστος που ασκήτευσε στην Κύπρο
Ο Όσιος
Νεόφυτος έζησε τον 12ο αιώνα μ.Χ. Γεννήθηκε στην κωμόπολη Λεύκαρα της
Κύπρου το 1134 μ.Χ. και σε νεαρά ηλικία, παρά τη θέληση των γονέων του,
Αθανασίου και Ευδοξίας, ακολούθησε το μοναχικό βίο, φλεγόμενος από θείο
ζήλο. Κατέφυγε κατ' αρχάς στη μονή του Αγίου Χρυσοστόμου, στο όρος
Κουτσοβέντη, όπου ζήτησε να μείνει και να ασκητέψει. Μετά από πέντε
χρόνια στο διακόνημα της καλλιέργειας αμπελώνων της μονής, στη θέση
«Γούπαις», με την ευλογία του Ηγουμένου, επισκέπτεται για προσκύνημα
τους Αγίους Τόπους. Εκεί παρέμεινε για σύντομο χρονικό διάστημα και όταν
επέστρεψε πάλι στην Κύπρο μόνασε στην μονή του Χρυσοστόμου (1152 - 1158
μ.Χ.). Ζήτησε από τον Ηγούμενο της μονής να γίνει ερημίτης, χωρίς όμως
επιτυχία. Η άρνηση του Ηγουμένου οδηγεί τον Όσιο να εγκαταλείψει τη μονή
του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, για να πάει στο όρος Λάτρος της
Μικράς Ασίας, που ήταν μεγάλο μοναστικό κέντρο. Γι αυτό τον σκοπό πήγε
στην Πάφο με την ελπίδα να βρει πλοίο να τον μεταφέρει εκεί. Στο
ναύσταθμό όμως της Πάφου συνελήφθη ως φυγάς και φυλακίσθηκε. Όταν, με
την μεσιτεία ευσεβών ανθρώπων, αποφυλακίζεται την επομένη ημέρα, αναζητά
ερημητήριο στα ενδότερα της Μεγαλονήσου.
Τον Σεπτέμβριο του 1159
μ.Χ., επέλεξε να λαξεύσει την εγκλείστρα του στη Πάφο, γνωρίζοντας ότι
«οὐδὲν πλέον τούτου καθέξει, κὰν καὶ τοῦ ὅλου κόσμου φθάση κρατῆσαι». Ο
Όσιος παρέμεινε κλεισμένος μέσα στην εγκλείστρα του επί σαράντα χρόνια.
Εκεί μορφώθηκε κατά τη θεία και ανθρώπινη σοφία και εμυήθηκε στα μυστικά
της πνευματικής ασκήσεως. Αυτήν την εμπειρία την διεφύλαξε με πολλή
προσοχή σε όλη του τη ζωή και με τη Χάρη του Θεού την αύξησε και την
εφάρμοσε απόλυτα. Η φήμη του διαδόθηκε ευρύτατα και πλήθος Χριστιανών
συνέρρεε, για να λάβει την ευχή και την ευλογία του.
Για να
αποφύγει τον κόσμο ελάξευσε μέσα στα βράχια νέα εγκλείστρα και
επικοινωνούσε με τον κόσμο μόνο κάθε Κυριακή. Σ' αυτήν την απόφαση
συνετέλεσε και η χειροτονία του σε πρεσβύτερο, το 1170 μ.Χ., από τον
Επίσκοπο Πάφου Βασίλειο Κίνναμο και η σύσταση της πρώτης αδελφότητος
προς το τέλος του 1170 μ.Χ. ή αρχές του 1171 μ.Χ. Η ύπαρξη πλέον μοναχών
διευκόλυνε τον Αγιο να εντείνει τον εγκλεισμό, καθόσον οι υποτακτικοί
του θα ανελάμβαναν τις ποικίλες εξωτερικές εργασίες της μονής. Όμως ο
Αγιος δεν ήταν διδάσκαλος μόνο του πληρώματος της Εκκλησίας της Κύπρου,
αλλά ήταν διδάσκαλος κυρίως των υποτακτικών του με το βίο και το
παράδειγμά του.
Εν τω μεταξύ είχαν συμβεί διάφορα δραματικά
γεγονότα στην Κύπρο, τα οποία την απέκοψαν από το Βυζάντιο και έφεραν τη
δυστυχία στην Εκκλησία και το λαό. Η φτώχεια και η δυστυχία του λαού
οδήγησε πολλούς να ζητήσουν τροφή στα μοναστήρια, ένα από τα οποία ήταν
και η εγκλείστρα του Οσίου Νεοφύτου.
Η πτώση της
Κωνσταντινουπόλεως στα χέρια των Φράγκων τον Απρίλιο του 1204 μ.Χ. ήταν
ένα συνταρακτικό γεγονός και για τον Όσιο Νεόφυτο. Θεωρεί την Αλωση της
Πόλεως, της προστάτιδος των Ορθοδόξων, «αποκαλυπτικό» γεγονός και γι
αυτό επιχειρεί την ερμηνεία της Αποκαλύψεως, καταβάλλοντας προσπάθεια να
εξηγήσει γιατί κυριάρχησαν οι δυνάμεις του Αντιχρίστου σε βάρος της
Εκκλησίας του Χριστού.
Ο Όσιος κοιμήθηκε σε βαθύτατο γήρας στις
12 Απριλίου. Ο ίδιος ενταφιάσθηκε στον τάφο που είχε ετοιμάσει ο ίδιος,
σε ξύλινο φέρετρο από ξύλο πεύκου, κέδρου και κυπαρρίσου το οποίο είχε
κατασκευάσει, όταν ζούσε. Το ιερό λείψανο του φυλάσσεται μέχρι σήμερα
στην ομώνυμη μονή της Πάφου, στην Κύπρο, που είναι αφιερωμένη στη μνήμη
του.
Η μνήμη του Αγίου επαναλαμβάνεται στις 24 Ιανουαρίου και στις 28 Σεπτεμβρίου (Εύρεση των Τιμίων Λειψάνων του).
Έτερον Ἀπολυτίκιον
'Ηχος α'. Τῆς ἐρήμου πολίτης
Των Λευκάρων τον γόνον, και της Κύπρου το καύχημα, και Μονής Εγκλείστρας το κλέος, θεοφόρον Νεόφυτον, τιμήσωμεν εν ύμνοις και ωδαίς, ως σκεύος ουρανίων αρετών, και ως πρέσβυν ημών μέγαν προς τον Θεόν, από ψυχής κραυγάζοντες. δόξα τω δεδωκότι σοι ισχύν, δόξα τω σε στεφανώσαντι, δόξα τω ενεργούντι δια σου, πάσιν ιάματα.
saint.gr