«Εὰν γὰρ ἀφῆτε
τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ
οὐράνιος· ἐὰν δὲ μὴ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, οὐδὲ ὁ
πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν. Οταν δὲ νηστεύητε, μὴ γίνεσθε
ὥσπερ οἱ ὑποκριταὶ σκυθρωποί· ἀφανίζουσι γὰρ τὰ πρόσωπα αὐτῶν ὅπως
φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἀπέχουσι τὸν
μισθὸν αὐτῶν. Σὺ δὲ νηστεύων ἄλειψαί σου τὴν κεφαλὴν καὶ τὸ πρόσωπόν σου
νίψαι, ὅπως μὴ φανῇς τοῖς ἀνθρώποις νηστεύων, ἀλλὰ τῷ πατρί σου τῷ ἐν
τῷ κρυπτῷ, καὶ ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ
φανερῷ. Μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς, ὅπου σὴς καὶ βρῶσις
ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται διορύσσουσι καὶ κλέπτουσι· Θησαυρίζετε δὲ
ὑμῖν θησαυροὺς ἐν οὐρανῷ, ὅπου οὔτε σὴς οὔτε βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου
κλέπται οὐ διορύσσουσιν οὐδὲ κλέπτουσιν· ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν,
ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν.» (Ματθ. στ’ 14-21)
Η τέταρτη
Κυριακή του Τριωδίου είναι αφιερωμένη στην εκδίωξη των πρωτοπλάστων από
τον παράδεισο της τρυφής. Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από το Θεό ως το
τελειότερο και εκλεκτότερο δημιούργημα του Θεού, ως «εικόνα και καθ'
ομοίωσις» αυτού ( Γέν.1,26). Πλάστηκε να ζει αιώνια μέσα στη χάρη και
τις ευλογίες του Θεού, ατέρμονο βίο άπαυτης ευδαιμονίας. Αυτή τη σημασία
έχει η βιβλική διήγηση περί του κήπου της Εδέμ (Γεν.2 ο κεφ.). Ο
άνθρωπος έκαμε κακή χρήση της ελεύθερης βούλησής του και προτίμησε το
κακό. Ο αρχέκακος διάβολος τον παρέσυρε στην πτώση και την καταστροφή.
Αυτό του στέρησε τον παράδεισο, δηλαδή την αέναη και ζωοποιό παρουσία
του Θεού και την κοινωνία των ακένωτων ευλογιών Του.
Μέγα χάσμα
ανοίχτηκε ανάμεσά τους (Εφ.2,13). Η αγία Γραφή αναφέρει συμβολικά πως οι
πρωτόπλαστοι διώχτηκαν από τον κήπο της Εδέμ και δύο αγγελικά όντα
τάχθηκαν να φυλάγουν με πύρινες ρομφαίες την πύλη του, για να μην
μπορούν να την παραβιάσουν αυτοί. Το ατέλειωτο δράμα του ανθρωπίνου
γένους άρχισε!
Ο Αδάμ και η Εύα τότε κάθισαν απέναντι από τον κήπο της τρυφής και θρηνούσαν για το κακό που τους βρήκε.
Αναλογίζονταν
την πρότερη ευδαιμονία τους, την σύγκριναν με την τωρινή δυστυχία τους,
προέβλεπαν το μέλλον ζοφερό και γι' αυτό έκλαιγαν γοερά. Τα καυτά τους
δάκρυα πότιζαν την άνυδρη γη και οι σπαραχτικές κραυγές τους έσπαζαν την
ηρεμία της έξω του παραδείσου ερήμου.
Όμως δυστυχώς ο θρήνος των
πρωτοπλάστων δεν ήταν αποτέλεσμα μεταμέλειας για την ανυπακοή και την
ανταρσία τους κατά του Θεού. Δεν ήταν πράξη μετάνοιας και αίτημα
συγνώμης προς το Θεό, αλλά ωφελιμιστικός σπαραγμός. Δε θρηνούσαν για τη
χαμένη αθωότητα και αγιότητα, αλλά για τη χαμένη υλική ευμάρεια του
παραδείσου. Ούτε ένας λόγος μετάνοιας δεν ακούστηκε από τα χείλη τους!
Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας λένε πως αν εκείνη την τραγική στιγμή οι
προπάτορές μας μετανοούσαν ειλικρινά και ζητούσαν ταπεινά συγνώμη από
τον απόλυτα φιλάνθρωπο Θεό, θα είχαν αποκατασταθεί στην πρότερη της
πτώσεως κατάστασή τους.
Ἦχος πλ. β’.
Τῆς σοφίας ὁδηγέ, φρονήσεως χορηγέ, τῶν ἀφρόνων παιδευτά, καὶ πτωχῶν ὑπερασπιστά, στήριξον, συνέτισον τὴν καρδίαν μου Δέσποτα. Σὺ δίδου μοι λόγον, ὁ τοῦ Πατρός Λόγος, ἰδοὺ γὰρ τὰ χείλη μου, οὐ μὴ κωλύσω ἐν τῷ κράζειν σοι· Ἐλεῆμον, ἐλέησόν με τὸν παραπεσόντα.
Επίσης στις 6 Μαρτίου γιορτάζουμε
Εις την εύρεσην του Τιμίου Σταυρού
Δίδωσιν ἡμῖν Ἑλένη ταύτην χάριν,
Βλέπειν τὸ σῶσαν ἐκ φθορᾶς ἡμᾶς ξύλον.
Εις την εύρεσην των Τιμίων Ήλων
Φανέντες ἧλοι Βασιλεῖ, τοῦ μὲν κράνους,
Ἄγαλμα κεῖνται, τοῦ χαλινοῦ δὲ κράτος.
Η
Αγία Ελένη (247 - 328 μ.Χ.), μητέρα του πρώτου Χριστινανού αυτοκράτορα
Κωνσταντίνου Α' του Μεγάλου (280/288 - 337 μ.Χ.), το έτος 326 μ.Χ. πήγε
στην Ιερουσαλήμ, όπου «μὲ μέγαν κόπον καὶ πολλὴν ἔξοδον καὶ φοβερίσματα
ηὖρεν τὸν τίμιον σταυρὸν καὶ τοὺς ἄλλους δυὸ σταυροὺς τῶν λῃστῶν», όπως
γράφει ο Κύπριος Χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιράς.
Κατά την
παράδοση, ύστερα από την πληροφορία κάποιου Εβραίου, με το όνομα Ιούδας,
υποδείχθηκε η θέση όπου έγινε η ανασκαφή, κατά την οποία βρέθηκαν τρεις
σταυροί, ήτοι του Χριστού και των δύο ληστών. Επειδή, όμως, δεν ήταν
δυνατόν να αναγνωρισθεί ποιος από τους τρεις σταυρούς ήταν του Κυρίου, η
Αγία Ελένη παρακάλεσε να τεθεί διαδοχικά επάνω στους σταυρούς ένας
νεκρός που τον πήγαιναν για ενταφιασμό. Μόλις λοιπόν ο νεκρός ετέθη επί
του Σταυρού του Κυρίου αναστήθηκε. Η Αγία Ελένη έθεσε τότε τα θεμέλια
του Ναού της Αναστάσεως, την ανέγερση του οποίου διέταξε ο Μέγας
Κωνσταντίνος, όταν πληροφορήθηκε την εύρεση του Τιμίου Σταυρού.
Ο
Μέγας Κωνσταντίνος το μεν ήμισυ του Τιμίου Σταυρού το άφησε στα
Ιεροσόλυμα, όπου μεγάλο μέρος φυλάσσεται μέχρι σήμερα, το δε άλλο ήμισυ
μετά των ήλων (καρφιών) το μετακόμισε στην Κωνσταντινούπολη.
Άγιοι Τεσσαράκοντα δύο Μάρτυρες από το Αμόριο
Τὴν ἑξάριθμον συντεθειμένην φέρει,
Σὺν ἑπταρίθμῳ ἡ τετμημένη φάλαγξ.
Τεσσαράκοντα κάρηνα δυοῖν ἅμα ἕκτῃ ἐτμήθη.Eπταπλαρίθμως συντεθειμένον φέρει,
Tον έξ αριθμόν η τετμημένη φάλαγξ.
Tεσσαράκοντα κάρηνα δυοίν άμα έκτη εκάρθη.
Οι
Άγιοι Τεσσαράκοντα δύο Μάρτυρες έζησαν στα χρόνια της βασιλείας του
Θεοφίλου του εικονομάχου (829 - 842 μ.Χ.) και ήταν στρατηγοί και
ταξιάρχες, πλούσιοι και ευγενείς. Ο Άγιος Θεόδωρος ήταν στρατηγός και
πρωτοσπαθάριος, ο Άγιος Θεόφιλος στρατηγός και πατρίκιος, ο Άγιος
Κάλλιστος τουρμάρχης, ο Άγιος Κωνσταντίνος δρουγγάριος, ο Άγιος Βασσόης
δρομεύς, οι Άγιοι Μελισσηνός και Αέτιος στρατηγοί, ο Άγιος Κρατερός
ευνούχος, ο άλλος Άγιος Κρατερός στρατηγός και ο Άγιος Κύριλλος επίσης
στρατηγός.
Εκείνο τον καιρό, αφού βγήκε από την Συρία ο Αμηράς με
αναρίθμητο στρατό, κατά των ανατολικών μερών της επικράτειας των
Ρωμαίων, απεστάλησαν από τον βασιλέα στρατιώτες, για να προστατέψουν την
πόλη του Αμορίου, πρωτεύουσας της Φρυγίας. Και όταν είδαν το άπειρο
πλήθος των Σαρακηνών, εισήλθαν στο εσωτερικό μέρος του κάστρου
αγωνιζόμενοι με καρτερία. Εκεί, αφού συνελήφθησαν, το έτος 838 μ.Χ., από
τον χαλίφη Μοτασέμ, οδηγήθηκαν εις Σάμαρα της Μεσοποταμίας και
κλείσθηκαν στη φυλακή. Ο χαλίφης τους υποσχέθηκε να τους αποκαταστήσει
στα αξιώματά τους, εάν αλλαξοπιστήσουν και γίνουν Μωαμεθανοί. Όμως οι
Άγιοι Μάρτυρες αρνήθηκαν με γενναιότητα και ομολόγησαν την πίστη τους
στον Χριστό. Και αφού υπέστησαν πολλές ταλαιπωρίες και απάνθρωπα
βασανιστήρια, αποκεφαλίσθηκαν, το έτος 842 μ.Χ. και έτσι σφράγισαν την
ομολογία τους για τον Χριστό με το αίμα τους.
Ναό επ' ονόματι των
Αγίων τεσσαράκοντα δύο τούτων Μαρτύρων ανήγειρε στο παλάτι των Πηγών ο
αυτοκράτορας Βασίλειος Β' (976 - 1025 μ.Χ.).
Τὴν θεοσύλλεκτον, τοῦ Λόγου φάλαγγα, τοὺς Τεσσαράκοντα καὶ δυὸ Μάρτυρας, τοὺς ἐν μίᾳ πάντας σπουδή, ἀθλήσαντας τιμήσωμεν οὗτοι γὰρ τῆς πίστεως, ἡνωμένοι τὴ χάριτι , δῆμον ἀκαθαίρετον, ἱερῶς συνεκρότησαν, καὶ ὤφθησαν Χριστοῦ κληρονόμοι, ξίφει τμηθέντες τοὺς αὐχένας.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Οἱ Μάρτυρές σου Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτῶν, τὸ στέφος ἐκομίσαντο τῆς ἀφθαρσίας, ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· σχόντες γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλον· ἔθραυσαν καὶ δαιμόνων τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτῶν ταῖς ἱκεσίαις Χριστέ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’.
Τῶν ἁγίων Μαρτύρων τὰ κατορθώματα, οὐρανῶν αἱ δυνάμεις ὑπερεθαύμασαν, ὅτι ἐν σώματι θνητῷ τὸν ἀσώματον ἐχθρόν, τῇ δυνάμει τοῦ Σταυροῦ, ἀγωνισάμενοι καλῶς, ἐνίκησαν ἀοράτως, καὶ νῦν πρεσβεύουσι τῷ Κυρίῳ, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τοὺς νεοφανεῖς, ὁπλίτας τῆς Πίστεως, ὡς ὑπὲρ Χριστοῦ, προθύμως ἐναθλήσαντας, ἐγκωμίων στέμμασιν, ἐπαξίως πάντες στεφανώσωμεν, ὑπὲρ ἡμῶν πρεσβεύοντας Χριστῷ, ὡς πύργους καὶ φυλακας τῆς Ῥωμαίων ἀρχῆς.
Έτερον Κοντάκιον
Ἦχος δ´. Ὁ ὑψωθείς.
Οἱ ἐν τῇ γῇ διά Χριστόν ἠθληκότες, ἀναδειχθέντες εὐσεβεῖς στεφανῖται, τούς οὐρανούς ἐλάβετε οἰκεῖν ἐν χαρᾷ· πᾶσαν γὰρ ἐπίνοιαν, τοῦ ἐχθροῦ καθελόντες, πόνοις καί τοῖς αἵμασι, τῶν ὑμῶν αἰκισμάτων, τοῖς εὐφημοῦσιν ἄνωθεν ἀεί, ἁμαρτημάτων τήν λύσιν βραβεύετε.
Ὁ Οἶκος
Τὸ τοῦ Χριστοῦ ἀμήχανον κάλλος, καὶ τὴν ἄφραστον δόξαν, ἣν Ἀγγέλων χοροὶ ἐπιθυμοῦσι θεάσασθαι, ἐν παρρησίᾳ ἡμεῖς ὁρῶντες, μετὰ πάντων Ἁγίων τῶν ἀπ' αἰῶνος, οἱ τοῦ Χριστοῦ τεσσαράκοντα καὶ δύο Ἀθληταί, ταῖς ἁγίαις ἡμῶν πρεσβείαις, τοὺς ὑμᾶς εὐφημοῦντας φωτίσατε, ἁμαρτιῶν τὸ σκότος διώκοντες, καὶ υἱοὺς φωτός ἐργαζόμενοι, ὡς πύργοι καὶ φύλακες τῆς Ῥωμαίων ἀρχῆς.
Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς.
Συμπεφραγμένοι ἀνδρικῶς πρὸς ἀνόμους, συντεταγμένοι λογικῶς πρὸς ἀθέους, τὴν πανοπλίαν ἤρασθε Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ· πίστιν μὲν ὡς μάχαιραν, ἐπὶ χεῖρα λαβόντες, ἀσπίδα τὴν ἐλπίδα δέ, τεθεικότες ἐπ' ὤμων, καὶ τῆς ἀγάπης θώρακα σαφῶς, ἐνδεδυμένοι, ἐχθροὺς ἐτροπώσασθε.
Έτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Ἀπαχθέντες δεσμῶται ὑπὸ ἐχθροῦ, καὶ φρουρᾷ συγκλεισθέντες χρόνοις πολλοῖς, τῇ πίστει φρουρούμενοι, ἀσινεῖς διεμείνατε, καὶ τῷ ξίφει λυθέντες, τοῦ σώματος Ἅγιοι, τῷ ἐνθέῳ πόθῳ σαφῶς συνεδέθητε· ὅθεν ὡς φωστῆρες, διελάμψατε κόσμῳ, τοὺς πάντας φωτίζοντες, τῇ τοῦ Πνεύματος χάριτι, Ἀθλοφόροι μακάριοι· Πρεσβεύσατε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην ὑμῶν.