Του Τάσου Δασόπουλου
Με μια χρονική υστέρηση, η Ελλάδα
αναμένεται να ακολουθήσει το υπόλοιπο της Ευρώπης διαμορφώνοντας
πληθωρισμό κοντά στο 2% μέχρι και το Σεπτέμβριο, αν δεν αναστραφούν
σύντομα οι εισαγόμενες πληθωριστικές τάσεις.
Προς το παρόν η διεθνής τιμή του μπρεντ έχει φτάσει τα 75 δολάρια,
καταγράφοντας αύξηση μεγαλύτερη του 50% από την αρχή του χρόνου. Σαν να
μην έφτανε αυτό, οι προβλέψεις των αναλυτών θέλουν την τιμή να αυξάνεται
το επόμενο διάστημα στα 80 ή ακόμη και στα 100 δολάρια το βαρέλι. Η
αύξηση των τιμών του πετρελαίου και κατ' επέκταση και των καυσίμων,
επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τις μεταφορές και το κόστος παραγωγής ενός
μεγάλου αριθμού προϊόντων και υπηρεσιών καθημερινής χρήσης.
Στον τομέα του κόστους ενέργειας, πρόσθετες πιέσεις θα ασκήσουν οι αυξήσεις στα τιμολόγια του ηλεκτρικού ρεύματος που ενέκρινε τον περασμένο μήνα η ΡΑΕ και θα ξεκινούν από 5,5% έως και 15%.
Οι τιμές των μετάλλων έχουν αυξηθεί από την αρχή του χρόνου κατά περίπου 30%, ενώ οι τιμές του κόστους μεταφοράς προϊόντων και πρώτων υλών έχουν αυξηθεί κατά 50%. Οι αυξήσεις αυτές θα περάσουν και στις τιμές λιανικής των τελικών προϊόντων μέσα στο καλοκαίρι.
Ο δείκτης τιμών παραγωγού στην βιομηχανία, που παρακολουθεί τις τιμές των βιομηχανικών προϊόντων που παράγονται και καταναλώνονται στην Ελλάδα ή εξάγονται στο εξωτερικό, είχε για τρίτο συνεχόμενο μήνα μεγάλη αύξηση. Τον Μάιο είχε αύξηση 22,8% , έναντι αύξησης 28,2% τον Απρίλιο και 24,6% τον Μάρτιο. Ο δείκτης τιμών παραγωγού στη βιομηχανία μπορεί να χαρακτηριστεί πρόδρομος δείκτης για τις τιμές που θα διατεθούν στην λιανική τα βιομηχανικά προϊόντα τους επόμενους δύο ή τρεις μήνες.
Στον τομέα του κόστους ενέργειας, πρόσθετες πιέσεις θα ασκήσουν οι αυξήσεις στα τιμολόγια του ηλεκτρικού ρεύματος που ενέκρινε τον περασμένο μήνα η ΡΑΕ και θα ξεκινούν από 5,5% έως και 15%.
Οι τιμές των μετάλλων έχουν αυξηθεί από την αρχή του χρόνου κατά περίπου 30%, ενώ οι τιμές του κόστους μεταφοράς προϊόντων και πρώτων υλών έχουν αυξηθεί κατά 50%. Οι αυξήσεις αυτές θα περάσουν και στις τιμές λιανικής των τελικών προϊόντων μέσα στο καλοκαίρι.
Ο δείκτης τιμών παραγωγού στην βιομηχανία, που παρακολουθεί τις τιμές των βιομηχανικών προϊόντων που παράγονται και καταναλώνονται στην Ελλάδα ή εξάγονται στο εξωτερικό, είχε για τρίτο συνεχόμενο μήνα μεγάλη αύξηση. Τον Μάιο είχε αύξηση 22,8% , έναντι αύξησης 28,2% τον Απρίλιο και 24,6% τον Μάρτιο. Ο δείκτης τιμών παραγωγού στη βιομηχανία μπορεί να χαρακτηριστεί πρόδρομος δείκτης για τις τιμές που θα διατεθούν στην λιανική τα βιομηχανικά προϊόντα τους επόμενους δύο ή τρεις μήνες.
Η πορεία των τιμών
Παράλληλα βέβαια, αυξήσεις τιμών αναμένονται και στα εγχώρια προϊόντα πρωτογενούς παραγωγής λόγω προβλημάτων που έχουν δημιουργηθεί στην εγχώρια παραγωγή από καταστροφές και ανομβρία, αλλά και οι αυξήσεις των τιμών των σπόρων και των λιπασμάτων και των φυτοφαρμάκων και των ζωοτροφών για την κτηνοτροφία είναι δεδομένο ότι θα ενισχύσουν το ανατιμητικό κλίμα που ήδη υπάρχει και εκδηλώθηκε και τον Ιούνιο με τις αυξήσεις στις τιμές του κρέατος.
Με αυτά τα δεδομένα καταναλωτικοί σύλλογοι προβλέπουν ότι με την εξάντληση των αποθεμάτων, οι τιμές των συσκευασμένων τροφίμων αναμένεται να έχουν αυξήσεις που θα φτάνουν το 5% στο ράφι. Μέχρι στιγμής μεγάλο μέρος των αυξήσεων απορροφάται από τις μεγάλες αλυσίδες τροφίμων με μειώσεις και προσφορές, αλλά αυτό δεν μπορεί να διαρκέσει για μεγάλο διάστημα. Ειδικά αν οι τιμές συνεχίσουν να αυξάνονται με τον ίδιο ρυθμό. Στο μεταξύ οι αυξήσεις έχουν αρχίσει να περνούν στο ράφι στα μικρότερα καταστήματα τροφίμων που δεν έχουν μεγάλα περιθώρια να διαπραγματευτούν τις τιμές χονδρικής, με τις οποίες αγοράζουν αυτά που βάζουν στα ράφια τους.
Ως αντίβαρο σε μια μεγάλη αύξηση των τιμών στην Ελλάδα λειτουργεί ο τομέα των υπηρεσιών και ειδικά ο τουρισμός. Τα τουριστικά καταλύματα που άνοιξαν μέσα στην μεγάλη αβεβαιότητα της συνεχιζόμενης πανδημίας, κρατούν τις τιμές τους χαμηλά ώστε να παραμείνουν ανταγωνιστικά σε σχέση με τους Μεσόγειους ανταγωνιστές τους. Παράλληλα με τον τομέα του τουρισμού, συγκράτηση των τιμών καταγράφεται και στην εστίαση, η οποία διανύει τον τρίτο μήνα λειτουργίας μετά το δεύτερο μεγάλο lockdown της οικονομίας.
Το υπουργείο Οικονομικών παρακολουθεί την εξέλιξη των τιμών χωρίς ιδιαίτερα μεγάλη ανησυχία, καθώς όπως τονίζουν αρμόδιες αρχές η άνοδος των τιμών έχει ως αιτία εξωτερικούς παράγοντες και δεν συνοδεύεται από αύξηση των εισοδημάτων ώστε να φτάσει σε επικίνδυνα επίπεδα. Ωστόσο προβληματισμός υπάρχει για τις τιμές στο ράφι οι οποίες αν αυξηθούν θα αργήσουν να επανέλθουν σε χαμηλότερα επίπεδα.