ΚΑΠΟΤΕ, Χριστούγεννα ἦταν, ἡ Γερόντισσα Γαβριηλία, ἄνοιξε τὴν πόρτα σὲ κάποιον ποὺ τῆς χτυποῦσε. Τελικὰ ἦταν τρεῖς ὁδοκαθαριστές.
Τοὺς κάλεσε μὲ χαρὰ μέσα στὸ σπιτικό της καὶ μαζὶ ἔφαγαν τοὺς πρώτους κουραμπιέδες καὶ τὰ πρῶτα μελομακάρονα.
Γλυκάθηκαν, ζεστάθηκαν οἱ ἄνθρωποι. Τοὺς ξεπροβόδισε καὶ κλείνοντας τὴν πόρτα πίσω τους αἰσθάνθηκε νὰ ἔχει φιλοξενήσει τοὺς Τρεῖς Μάγους.
Εὐχαρίστησε βαθιὰ τὸ Χριστὸ γι' αὐτό.
ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ, μέσα στὴν πλήξη καὶ τὴν ἀνία τῶν ἡμερῶν μας καὶ μεῖς σὰν ἄλλοι Μάγοι, ἂς προσφέρουμε τρία ἄλλα δῶρα στὸν Χριστὸ ποὺ ψάχνει νὰ βρεῖ κατάλυμα στὴν καρδιά μας γιὰ νὰ γεννηθεῖ.
Ἂς Τὸν ζεστάνουμε μὲ τὸ νοῦ, τὴν καρδιὰ καὶ τὴν προσοχή μας. Ἀμήν!
Εὐλογημένη Χριστοῦ Γέννα σὲ ὅλους Σας μετὰ τῶν οἰκείων καὶ συγγενῶν Σας.
