Το Siatista-Info θυμάται...
Η θεια μου η Λευτέρω από τη Γεράνεια είδε τον Τάκη το γιατρό να περνά από τη γειτονιά τους και να μπαίνει στο σπίτι του Γούλια , που υπέφερε από το στομάχι του. Tου έστησε καρτέρι και στο γυρισμό τον σταμάτησε στην αυλόπορτα του σπιτιού της. Κοντοστάθηκε ο γιατρός, πήρε μια ανάσα καθώς ήταν απότομη η ανηφόρα στον γκαλντεριμιασμένο δρόμο και χαιρετηθήκανε.
Η Λευτέρω άρχισε να του μιλά χαμηλόφωνα και κάπως εμπιστευτικά, μια και θα τον ενοχλούσε για ιατρικό της θέμα.
-«Ισένα θα του πω κι ιδώ ν' απουμείνει, κυρ-Τάκη. Είμι αγκαστρουμένη. Δόξα τουν Θο, μόδουκιν κι πιδιά κι κουρίτσια. Πέντι τρανιεύου. Μ' φτάν αυτά. Ιτούτου δε μ' χράζιτι. Σφαλνιούμι στου κατώι, ξικριμνιούμι απ' τς γριντζιές, απουλνιούμι ια να του ρίξου, τίπουτα... Σηκώνου τα τινικέδια μι του νιρό απάν σην κλοια μ' θάρουμ κι ξιακουλνάει, δε γλιέπου προυκουπή. Ποιος να μ' ακούσει ότι τοιμάζουμι ια του έκτου; Τα μπαμπουπαίδια τα φουβούμι, να σ' πω κι ν' αλήθεια».
Είπε τα καθέκαστα κι όλα τα σημάδια κι απόσωσε την κουβέντα:
-«Ισύ που 'σι καλός ιατρός πε μ' τι να κάμου ια να γλιτώσου κι ου Θος να σ' έχει καλά. Δω' μ' κανά καλό κινίνου, θάρουμ κι γλιτώσου».
Δε χρειάστηκε να σκεφτεί πολύ ο κυρ-Τάκης, την κοίταξε κατάματα και της είπε:
«Να τι θα καμς, κυρά Λιφτέρου.΄Αμα περάσν οι ζέστες οι τρανές, θα καθαρίεις του κατώι 'π' τα ζάκατα, θα τ' ασβεστώεις γύρου γύρου, θα πλυντς μι ζιστό νιρό, συκόφλα κι βασιλικό τα βαένια σ', θα μουσκέψ κι του πουστάβ. Θα πάτι καμιά βδουμάδα να τρυγήστι μι του καλό, θα δέεις κι του μούστου, θα φκιαξ κι τα πιτμέζια κι θα ξαπουστάεις κανα δυο μέρις.
' Αμα παρς δύναμ κι σόρθν τα σφαϊά, θα τιντουθείς να φασκιώεις κι ιγώ ιδώ είμι.»
Σαστισμένη η Λευτέρω του λέει:
-« Tι είνι αυτά που μ' λες, κυρ Τάκη!...Ιγώ θάρρσα, σαν καλός ιατρός που 'σι, θα σκιφτίς κανά καλό τέχνασμα, ια να σ' ιβγνουμουνώ...»
- «΄Αφκι τα αυτά κατά μέρος, Λιφτέρου. Βγάλι του κακό 'π' του μυαλό σ' . Οπ' τρανεύς τα πέντι, θα τρανέψ κι του στιρνουπούλι σ'. Θα σ' χρακστεί ια τα ιράματα. Θα μι θυμθείς. Του καλό π' σι θέλου».
Ο Γιατρός κούνησε το κεφάλι του χαιρετώντας και συνέχισε τον ανήφορο, για να βγει στο παζάρι της Γεράνειας κι από κει στη Χώρα.
Στις 18 Οκτωβρίου η Λευτέρω απόκτησε με το καλό ένα υγιέστετο αγοράκι, το Νικόλα της, και συνέχισε να είναι μια σπάνια μάνα στο φτωχικό της.
«Τση μση τση φαμπλιά νη έχου σην Αυστραλία», έλεγε και ξανάλεγε η θεια μου , πάντα με παράπονο.»
Παρηγοριόταν με τον ταχυδρόμο και τα γράμματα που της έστελναν. Όταν πηγαίναμε να τη δούμε, μας τα διάβαζε μόνη της με πολλή συγκίνηση.
Πάντρεψε και τα άλλα τρία παιδιά της, που είχε εδώ, κι ευτύχησε να δει και δισέγγονα. Όλοι τη λάτρευαν. Ο Νικόλας έκανε και την οικογένειά του και της συμπαραστάθηκε πολύ στα γεράματά της μαζί με τον αδελφό του Θεόδωρο και την αδελφή του Αναστασία.
Πολλές φορές η θεία μου μας διηγούνταν τόσο παραστατικά την κουβέντα της με το γιατρό και τέλειωνε έτσι :
«Τι τέλους πάντων ήταν αυτός ου άνθρωπος; Ιατρός ή προυφήτς;»
Μαζί της απορούσαμε κι εμείς...
Άννα Γκουτζιαμάνη- Στυλιανάκη
Δημήτριος Γκερεχτές του Χριστοδούλου
(Σιάτιστα 1917-1996)
Η οικογένεια του γιατρού είναι από τις παλιές οικογένειες της πόλης μας. Παππούς του - πατέρας της μητέρας του Αναστασίας -ήταν ο Γυμνασιάρχης Ιωάννης Παπίας.
Τέλειωσε το Τραμπάντζειο Γυμνάσιο το 1935. Πήρε το πτυχίο της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στο 14ο στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών.
Υπηρέτησε τη γενέτειρά του πιστά μέχρι και το Φεβρουάριο του 1996 που ο Θεός τον πήρε κοντά του.
Ο ΣΙΑΤΙΣΤΙΝΟΣ ΓΙΑΤΡΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΧΡ. ΓΚΕΡΕΧΤΕΣ(γράφει ο κ. Γεώργιος Μπόντας)
Ο αείμνηστος γιατρός Δημήτριος Γκερεχτές συνιστούσε κατά της αναιμίας και των καρδιακών παθήσεων το ηλιαστό κρασί της Σιάτιστας.Δεν επέτρεπε όμως οι γονείς να δίνουν κρασί στα πολύ μικρά παιδιά, γιατί έλεγε ότι έτσι τα παιδιά θα συνηθίσουν από πολύ μικρά στο οινόπνευμα.
Οποιαδήποτε ώρα της ημέρας και της νύχτας τον καλούσαν για κάποιον ασθενή έτρεχε αμέσως και μάλιστα έλεγε τη λέξη «τιμή μας». Όπως ακούστηκε από πολλούς δεν έφευγε από τον ασθενή, εάν αυτός δεν συνερχόταν.
Το πιο σπουδαίο όμως είναι ότι ποτέ δεν έπαιρνε χρήματα, όταν η οικογένεια του ασθενή ήταν φτωχή.
Ήξερε να πλησιάζει τον άρρωστο όχι ως γιατρός αλλά πρώτα ως άνθρωπος. Οι γέροντες ήταν πολύ ευχαριστημένοι μαζί του, γιατί , όταν πήγαιναν για εξέταση στο ιατρείο του ή όταν ο ίδιος πήγαινε στα σπίτια τους, πάντα τους έδινε κουράγιο με τον καλό λόγο .
siatistanews.gr


























