Στο χωριό Κοντιάς της Λήμνου ένας παλιός λαδόμυλος ανακατασκευάστηκε και διαμορφώθηκε με ιδιαίτερα πρωτότυπο και εφευρετικό τρόπο σε ξενώνα εξοχικής κατοικίας.

Ο αρχιτέκτονας και ιδιοκτήτης Χάρρυ Μπουγαδέλλης αντιμετώπισε το κτίσμα με σεβασμό προς το φυσικό και τεχνητό περιβάλλον.

Ο πολεοδομικός ιστός του χωριού παρέμεινε αδιάσπαστος, η τοπική αρχιτεκτονική παράδοση έμεινε ανέπαφη, ενώ οι κλιματολογικές συνθήκες της περιοχής αποτελούν θεμέλιο λίθο για την συγκεκριμένη λύση. Επίσης πολύ σημαντικό ρόλο στον σχεδιασμό και την ανακατασκευή έπαιξε η «ιστορία» και η «ταυτότητα» του κτιρίου, όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά του που διαμορφώθηκαν μέσα από την κατασκευή και το πέρασμα του χρόνου.
Ο Κοντιάς, απλώνεται σε δύο αντικριστούς λόφους με αποτέλεσμα η μορφολογία του εδάφους στο χωριό να εμφανίζει αυξημένες κλίσεις, οπότε και το κτίσμα βρίσκεται σε έναν αρκετά κατηφορικό δρόμο.

Το γύρω περιβάλλον μπορεί να χαρακτηριστεί αρκετά πυκνοδομημένο αλλά το σημείο όπου είναι ο μύλος και συγκεκριμένα μπροστά από την παλιά είσοδό, ο δρόμος διευρύνεται σε ένα άνοιγμα με ένα παλιό πηγάδι στο κέντρο. Απ’ αυτό η περιοχή ονομάστηκε «Πήγαδος».

Με τα γύρω κτίσματα γειτνιάζει από τις δύο μόνο μεριές, στα βόρεια και βορειανατολικά του, ενώ οι άλλες τρεις είναι στραμμένες προς τον κοινόχρηστο χώρο του χωριού, δημιουργώντας μία στενόμακρη όψη στα νότια και νοτιοδυτικά.

Ο μύλος από παλιά χωριζόταν σε δύο ξεχωριστούς κλειστούς χώρους και ήταν στεγασμένος σε όλο του το μήκος με μια δίριχτη στέγη. Το συνολικό εμβαδόν των εσωτερικών χώρων ήταν 90 μ² ενώ στο πίσω μέρος του πρώτου χώρου και κάθετα προς αυτόν υπήρχε μια μικρή αυλή ορθογωνικού σχήματος 20 μ². Ο ένας χώρος, καθαρά ορθογωνικής κάτοψης, βρίσκεται στην ανώτερη στάθμη του δρόμου, όπου ήταν και η παλιά είσοδος, και λειτουργούσε σαν μαγαζί. Ο δεύτερος μεγαλύτερος χώρος έχει ακανόνιστο πολυγωνικό σχήμα και τον απαραίτητο φούρνο με τη μεγάλη καμινάδα, που λειτουργούσε ως παρασκευαστήριο.

Στη τελική φάση, πριν την ανακατασκευή του, ένα μεγάλο μέρος της κεντρικής στέγης είχε πέσει, με αποτέλεσμα να ξεπροβάλει έτσι ένας ιδιαίτερα φωτεινός χώρος, μέσα σε ένα γενικά, αρκετά σκοτεινό, σύνολο. Αυτή η διαπίστωση ώθησε τον αρχιτέκτονα στην απόφαση να ανακατασκευαστεί μερικώς η στέγη, να κρατηθεί αυτή η ξεχωριστή ποιότητα χώρου και να διατηρηθεί η εξωτερική μορφή που είχε αποκτήσει το παραδοσιακό κτίσμα.

Για να επιτευχθούν όσα προαναφέρθηκαν η στέγη αποκαταστάθηκε πλήρως μόνο στον έναν ορθογωνικό χώρο. Έγινε έτσι ιδανικός χώρος υπνοδωματίου για τους καλοκαιρινούς μήνες, δροσερός και ανήλιος.

Για να μην αλλοιωθεί η παλιά όψη του κτίσματος, διατηρήθηκαν τα ανοίγματα, τα δύο παράθυρα και η παλιά πόρτα, χωρίς όμως αυτή να χρησιμοποιείται για πρόσβαση στην κατοικία. Για την ανάγκη φιλοξενίας μιας οικογένειας ή μια παρέας, το μονόχωρο διαμορφώθηκε σε δύο επίπεδα.

Ο χώρος των παιδιών, ένα καθαρό τετράγωνο σε κάτοψη, υψώθηκε δύο σκαλοπάτια πάνω από τον υπόλοιπο χώρο, και ξεχώρισε. Δίπλα στο υπνοδωμάτιο, στη παλιά αυλή, τοποθετήθηκε το λουτρό που στεγάστηκε και αυτό κανονικά.

Η κουζίνα που βρίσκεται απέναντι του έχει την ίδια στέγαση παραμένει όμως ανοιχτή από την μία πλευρά και συνδέεται με τον χώρο του φαγητού.

Από κατασκευαστικής άποψης η παλιά τοιχοποιία αν και ήταν σε αρκετά καλή κατάσταση χρειαζόταν οπωσδήποτε ενίσχυση. Μετά τον καθαρισμό και την αφαίρεση της σκεπής, αρμολογήθηκε και ενισχύθηκε με ρητίνες όπου χρειαζόταν.
Δείτε την συνέχεια ΕΔΩ