
Διηγήθηκε ὁ Γέροντας: «Μιά γνωστή μου γριά ἦταν πολύ τσιγγούνα. Ἡ κόρη της ἦταν πολύ καλή καί ὅ,τι ἤθελε νά δώση ἐλεημοσύνη τό ἔρριχνε ἀπό τό παράθυρο ἔξω, ἔβγαινε μέ ἄδεια χέρια, γιατί τήν ἔλεγχε μήπως πῆρε τίποτε, καί ὕστερα τό ἔπαιρνε καί τό ἔδινε. Ὅμως ἄν τῆς ἔλεγε ὅτι ὁ καλόγηρος (ἐγώ δηλαδή), εἶπε νά μοῦ δώσης αὐτό τό πρᾶγμα, τό ἔδινε.
«Καλόγερε, σῶσε με».
Τήν πόνεσα, τήν λυπήθηκα. Χωρίς νά τήν σιχαθῶ, κατέβηκα μέσα, τήν ἀγκάλιασα καί τήν ρωτοῦσα: «Τί ἔχεις;». Μοῦ λέει: «Πές μου, ὅτι μοῦ ζήτησες ἐγώ πρόθυμα δέν σοῦ τὄδωσα;» «Ναί, ἔτσι εἶναι», εἶπα. «Ἐντάξει», τήν καθησύχασε ὁ νέος (φύλακας Ἄγγελός της).
Ἔκανε πάλι τό χέρι του ἔτσι καί ξανατράβηξε τόν τάφο σάν κουρτίνα καί βρέθηκα πάλι στό Καλύβι.
Οἱ ἀδελφές ἀπό τήν Σουρωτή μέ ρώτησαν: «Τί σοῦ συνέβη τοῦ ἁγίου Ἀν-
δρέα;». Ἀπαντῶ: «Νά κάνετε προσευχή γι ̓ αὐτή τήν ψυχή».
Σέ δυό μῆνες τήν βλέπω πάλι. Ὑπῆρχε ἕνα χάος καί ψηλά σ ̓ ἕνα ἴσιωμα ἦταν παλάτια, σπίτια πολλά, ἄνθρωποι πολλοί. Ἐκεῖ πάνω ἦταν ἡ γριά πολύ χαρούμενη. Τό πρόσωπό της ἦταν σάν μικροῦ παιδιοῦ ̇ μόνο ἕνα σημαδάκι εἶχε καί ἕνα Ἀγγελάκι τό ἔτριβε γιά νά καθαρίση καί αὐτό.
Βαθειά στό χάος εἶδα κάποιους νά χτυπιοῦνται, νά ταλαιπωροῦνται καί νά
προσπαθοῦν νά ἀνέβουν πάνω.
Τήν ἀγκάλιασα ἀπό χαρά. Τήν πῆρα πιό πέρα, γιά νά μήν μᾶς βλέπουν καί
πληγώνωνται. Μοῦ εἶπε:
«Ἔλα νά σοῦ δείξω πού μέ ἔβαλε ὁ Κύριος».
Ὁ Ἀσυρματιστής τοῦ Στρατοῦ καί τοῦ Θεοῦ, σελ 44
Του Σχη (ΤΘ) Καραισκου Δημητρίου
πηγη