Μια συγκλονιστική μαρτυρία καταγράφει ο γέροντας Χριστόδουλος, ηγούμενος της Ι. Μονής Κουτλουμουσίου στο βιβλιαράκι «Η παρουσία του Μοναχισμού στον σύγχρονο κόσμο».
Όμως κάποια περίοδο -ήταν η χρονιά που είχε τα πρώτα συμπτώματα του καρκίνου- πέρασαν σαράντα ημέρες χωρίς να φανεί, χωρίς να ανοίγει την πόρτα της καλύβης, χωρίς να δώσει κανένα σημείο ζωής, γεγονός που μας δημιούργησε ανησυχία. Κάποια μέρα αποφάσισα και κατέβηκα μόνος μου στο καλύβι του.
Κτύπησα την πόρτα, αλλά επειδή δεν έλαβα απάντηση, κατάφερα και την παραβίασα. Παρότι ήμουν ανήσυχος, από τη στιγμή της εισόδου μου παραδόξως με κατέλαβε μια απροσδιόριστη και ανεξήγητη ηρεμία.
Μόλις έφθασα στο μικρό του δωμάτιο, τον είδα να κάθεται σε μαξιλάρι κατάχαμα, με τα χέρια ακουμπισμένα πάνω στο σοφρά.
Στο πρόσωπό του είχε εμφανή σημεία εξαντλήσεως. Μπροστά του βρισκόταν ένα τσαμπί σταφύλι κι ένα αρτίδιο. Πρόσεξα ότι ο χώρος ανέδιδε μιαν άρρητη και πρωτόγνωρη ευωδία, και ότι υπήρχε διάχυτη γαλήνη.
Πήρα λίγο σταφύλι.
Είχε το χρώμα του ροδίτη, με μια ιδιαίτερη γεύση και άρωμα που δεν είχα ξανασυναντήσει. Πώς ήταν γέροντα η Παναγία; τον ρώτησα. Τότε υποβασταζόμενος σηκώθηκε με δυσκολία, και μου έφερε μια μικρή εικόνα σε κορνίζα. Ήταν η Παναγία η Ιεροσολυμίτισσα. Πάντοτε παρουσιάζεται σαν την Ιεροσολυμίτισσα μου είπε. Μιλήσαμε λίγο ακόμη και τον άφησα στην ησυχία του, γιατί έκρινα πως σε τέτοιες στιγμές δεν πρέπει να είναι κανείς αδιάκριτος».
Βλέπει κανείς την αγωνία και την αυτοθυσία του γέροντα να προλάβει να δώσει και τις τελευταίες του δυνάμεις για το καλό του κόσμου ώστε να αμβλυνθεί η ένταση των επερχόμενων δεινών.
Αναδημοσίευση 2019