
Η
μεγάλη επανάσταση του ελληνικού έθνους που οδήγησε στην απελευθέρωση
από την τουρκοκρατία και στην ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους.
Το
κίνημα της ανεξαρτησίας άρχισε πρώτα στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες το
Φεβρουάριο του 1821 υπό την ηγεσία του Αλ. Υψηλάντη και ταυτόχρονα
εκδηλώθηκε και στον κυρίως ελληνικό χώρο. Το 1822 είχε εδραιωθεί
εδαφικά στην Πελοπόννησο, τη Στερεά και σε πολλά νησιά του Αιγαίου. Στα
χρόνια που ακολούθησαν η επανάσταση πέρασε διάφορες φάσεις και το 1825
κινδύνευσε σοβαρά με την επέμβαση των Αιγυπτίων. Τέλος, το 1827, μετά
τη ναυμαχία του Ναβαρίνου και την επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων, ένα
τμήμα του ελληνικού χώρου ελευθερώθηκε και δημιουργήθηκε το πρώτο
ελληνικό κράτος.
Στη
διάρκεια του αγώνα ξεχώρισαν πολλές ηγετικές μορφές αγωνιστών, όπως ο
Θ. Κολοκοτρώνης, ο Δ. Υψηλάντης, ο Γ. Καραϊσκάκης, ο Αλ. Μαυροκορδάτος,
ο Ανδρ. Μιαούλης, ο Κ. Κανάρης και πολλοί άλλοι.
ΛΙΓΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ 1821
Μετά
την κήρυξη του ρωσοτουρκικού πολέμου συνεννοήθηκε με τους άλλους
αρματολούς και συγκρότησαν τον πρώτο πολεμικό στόλο, ο οποίος
αποτελούνταν από 70 πλοία, και με τη δράση του έκανε πολλές καταστροφές
στους Τούρκους από το 1806 μέχρι το 1808, οπότε αναγκάστηκε με τη
μεσολάβηση του πατριαρχείου να σταματήσει τη δράση του. Τότε ο
Κολοκοτρώνης συνεννοήθηκε με το φίλο του Αλή Φαρμάκη για την
απελευθέρωση της Πελοποννήσου, αλλά τα σχέδιά τους ματαιώθηκαν με την
αγγλική κυριαρχία στα Επτάνησα (1809) και την άρνηση των Άγγλων να
υποστηρίξουν το κίνημα. Το 1810 ο Κολοκοτρώνης μπήκε, με το βαθμό του
λοχαγού, στο ελληνικό σώμα που καταρτίστηκε από τους Άγγλους και με τη
γενναιότητα που έδειξε στις επιχειρήσεις κατά των Γάλλων της Λευκάδας
προάχθηκε σε ταγματάρχης. Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και αφού
κατήχησε και άλλους πολλούς σε αυτή, έφυγε, αρχές του 1821, από τη
Ζάκυνθο και ντυμένος καλόγερος ήρθε στην Πελοπόννησο, με σκοπό να την
ξεσηκώσει. Ήταν τότε 51 χρονών.
Μόλις
έφτασε στην Πελοπόννησο ο Κολοκοτρώνης, άρχισε αμέσως τη δράση του και
όταν κηρύχθηκε η Επανάσταση, είχε αρκετές επιτυχίες. Στις 23 Μαρτίου
του 1821 πέτυχε, με τον Πετρόμπεη και τους Μανιάτες, την κατάληψη της
Καλαμάτας, στις 12-13 Μαΐου τη νίκη στο Βαλτέτσι, στις 26 Σεπτεμβρίου
την άλωση της Τρίπολης. Η πρώτη ελληνική κυβέρνηση τον διόρισε τότε
στρατηγό. Και ενώ επιχειρούσε ο Κολοκοτρώνης την πολιορκία της Πάτρας,
έφτασε στην Πελοπόννησο ο Δράμαλης με τη στρατιά του. Ο Κολοκοτρώνης
έλυσε την πολιορκία της Πάτρας και κυρίεψε τα στενά των Δερβενακίων.
Όταν ο Δράμαλης, αποκλεισμένος στην αργολική πεδιάδα, αναγκάστηκε, για
να ξεφύγει, να περάσει με το στρατό του από τα Δερβενάκια, ο
Κολοκοτρώνης τον χτύπησε και τον κατέστρεψε (25-27 Ιουλίου 1822).
Ελάχιστοι ξέφυγαν. Μετά από αυτή την περίλαμπρη νίκη ο Κολοκοτρώνης
ανακηρύχθηκε αρχιστράτηγος της Πελοποννήσου
Διάκος Αθανάσιος
(1788-1821). Ήρωας της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Ο Διάκος, γιος
του Νικόλαου Γραμματικού και εγγονός του αρματολού Αθανάσιου
Γραμματικού, γεννήθηκε στη Μουσουνίτσα ή την Αρτοτίνα της Δωρίδας.
Έμεινε σε μικρή ηλικία ορφανός και η μητέρα του τον έβαλε στη μονή του
Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου της Αρτοτίνας. Δεκαεφτά χρόνων χειροτονήθηκε
διάκος και σ' αυτό το γεγονός οφείλει την επωνυμία του. Εγκατέλειψε το
μοναστήρι και το σχήμα του για κάποια αιτία που δεν έχει εξακριβωθεί
και μπήκε στο ένοπλο σώμα του αρματολού της περιοχής Γούλα Σκαλτσά.
Αυτός για την παλικαριά και την ηθική του υπεροχή τον έκανε
πρωτοπαλίκαρο. Το 1814 κατέφυγε στον Αλή πασά των Ιωαννίνων. Εκεί
γνωρίστηκε με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο που τον διόρισε πρωτοπαλίκαρό του.
Ήρθε όμως σε διαφωνία μαζί του και γι' αυτό τον εγκατέλειψε και ανέλαβε
αρματολός της Λιβαδειάς. Το 1820 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και άρχισε
τη στρατολογία και τη συλλογή όπλων για να ελευθερώσει τη Λιβαδειά.
Στις 30 Μαρτίου 1821 την κυρίεψε και ανάγκασε τους Τούρκους να
παραδοθούν. Μαζί με τους ντόπιους οπλαρχηγούς εκκαθάρισε όλη την
Ανατολική Ελλάδα μέχρι την Υπάτη. Όταν ο Χουρσίτ πασάς έστειλε τον Ομέρ
Βρυώνη και τον Κιοσέ Μεχμέτ με 8.000 πεζούς και 800 ιππείς να
εισβάλουν στην Πελοπόννησο, αφού καταπνίξουν την Επανάσταση στη Στερεά,
ο Διάκος με τον Πανουργιά και το Δυοβουνιώτη με 1.500 άντρες
αποφάσισαν να καταλάβουν τους δύο δρόμους που οδηγούν από τη Βοιωτία στη
Λοκρίδα και τη Φωκίδα. Ο Διάκος έπιασε τη θέση στους πρόποδες του
βουνού Καλλίδρομο, ένα χιλιόμετρο μακριά από τη γέφυρα του Σπερχειού
(Αλαμάνα). Όταν οι άλλοι τράπηκαν σε φυγή, ο Διάκος προτίμησε να μείνει
και να πεθάνει για την πατρίδα πολεμώντας τους εχθρούς. Ύστερα από
πολύωρο αγώνα, όπου έδειξε απαράμιλλη ανδρεία, οι Τούρκοι κατόρθωσαν να
τον συλλάβουν βαριά τραυματισμένο στο δεξιό ώμο, στις 22 Απριλίου
1821. Τον μεταφέρανε στη Λαμία όπου παρά τις πιέσεις των Τούρκων
αρνήθηκε να συνεργαστεί μαζί τους κατά την Ελλήνων. Του πρότειναν να
αλλαξοπιστήσει, αλλά και πάλι ο Διάκος αρνήθηκε. Οργισμένοι οι Τούρκοι
τον θανάτωσαν με ανασκολοπισμό.
Παπαφλέσσας
(ή Γρηγόριος Δικαίος) (1786-1825). Ιερωμένος, αγωνιστής και
πρωτεργάτης της Επανάστασης του 1821. Γεννήθηκε στην Πολιανή της
Μεσσηνίας. Οι δάσκαλοί του στα μικρά και εφηβικά του χρόνια ήταν
μοναχοί. Μοναχός έγινε και ο ίδιος, αλλά η ιδιοσυγκρασία του δεν
ταίριαζε με το σχήμα του. Ύστερα από διενέξεις με τις τουρκικές αρχές,
εγκατέλειψε την πατρίδα του και πήγε στη Ζάκυνθο και στη Μολδοβλαχία,
όπου δεν έπαψε να κηρύσσει υπέρ της Επανάστασης. Όταν βρέθηκε στην
Κωνσταντινούπολη, εξανάγκασε τον επιφυλακτικό Αναγνωστόπουλο να τον
μυήσει στους σκοπούς της Φιλικής Εταιρείας. Μετά τη μύησή του έγινε
ακόμα πιο ανυπόμονος. Δημιούργησε προβλήματα στην ελληνική κοινότητα
και καταδικάστηκε από τους Τούρκους. Πήρε όμως χάρη με τη βοήθεια του
πατριάρχη και επέστρεψε στην Πελοπόννησο για να τη συγκλονίσει με τα
κηρύγματά του «για την ελευθερία που είναι κοντά και τη μεγάλη δύναμη
που είναι με το μέρος των Ελλήνων».
Με
την έκρηξη της Επανάστασης άφησε τα ράσα και έγινε οπλαρχηγός. Το
όνομά του παρουσιάζεται στις περισσότερες περιγραφές των πιο σπουδαίων
μαχών. Αναμείχθηκε και στις εμφύλιες διαμάχες των επαναστατημένων
Ελλήνων. Είναι όμως σημαντικό ότι, παρά τον αναπόφευκτο κομματισμό του,
κατόρθωνε, όταν το καλούσαν οι περιστάσεις, να χρησιμοποιήσει την
πειθώ του για να ενώσει τους Έλληνες. Αυτή του η προσπάθεια έγινε
εντονότερη τις παραμονές της απόβασης του Ιμπραήμ, αλλά συνάντησε τη
χλιαρή ανταπόκριση των υπεύθυνων. Αν και γνώριζε την πενιχρότητα των
δυνάμεών του, ωστόσο αποφάσισε να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ. Η μάχη
έγινε στο Μανιάκι. Οι δυνάμεις του νικήθηκαν και ο ίδιος σκοτώθηκε.
Όταν οι Κατσαντωναίοι εξοντώθηκαν, ο Καραϊσκάκης
ξαναγύρισε στα Ιωάννινα, συγχωρέθηκε από τον Αλή και μπήκε πάλι στην
υπηρεσία του. Στο διάστημα αυτό παρουσιάστηκαν πολύ έκδηλα τα συμπτώματα
της φυματίωσης. Σε όλη τη ζωή υπέφερε από τη φοβερή αυτή αρρώστια.
Όταν τα σουλτανικά στρατεύματα πολιορκούσαν τον επαναστάτη Αλή πασά
(1820), ο Καραϊσκάκης πολεμούσε με το μέρος του αφέντη του, κατόπιν
προσχώρησε στους πολιορκητές, αλλά γρήγορα τους εγκατέλειψε. Είχε
μυηθεί στο μεταξύ στη Φιλική Εταιρεία και όταν ξέσπασε η Επανάσταση
προσπάθησε να εξεγείρει την περιοχή της Βόνιτσας. Η προσπάθειά του αυτή
απέτυχε. Ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης στα Τζουμέρκα και κατόπιν τον
βρίσκουμε στο Μακρυνόρος, όπου πήρε μέρος σε πολλές μάχες και μάλιστα
τραυματίστηκε. Στο τέλος του 1821 έγινε καπετάνιος στο αρματολίκι των
Αγράφων. Κράτησε τους Τούρκους μακριά από την περιοχή των Αγράφων, όταν
άρχισε η τουρκική εισβολή στη Δυτική Ελλάδα, και υποσχόταν στους
οπλαρχηγούς της Δυτικής Στερεάς Ελλάδας να τους στείλει στρατιωτική
βοήθεια σε περίπτωση ανάγκης. Τον Ιανουάριο του 1823 ο Καραϊσκάκης με
χίλιους άντρες έδωσε πεισματώδη μάχη κατά των Τούρκων του Κιουταχή και
του Ομέρ Βρυώνη σε μια οχυρή διάβαση κοντά στον Άγιο Βλάση της
Ευρυτανίας.
Στις αρχές του 1824 ο Καραϊσκάκης ήρθε σε σύγκρουση με τον
Αλ. Μαυροκορδάτο, που ήταν τότε πανίσχυρος στη Δυτική Στερεά Ελλάδα.
Κηρύχτηκε ένοχος εσχάτης προδοσίας, στερήθηκε από τους βαθμούς και τα
αξιώματά του και διατάχτηκε να εγκαταλείψει το Αιτωλικό (2 Απριλίου
1824). Μετά από πολλές προσπάθειες που έκανε ο Καραϊσκάκης να ξαναπάρει
την αρχηγία των Αγράφων, κατέφυγε στην κυβέρνηση του Ναυπλίου και
αναγνωρίστηκε αρχηγός της μισής περιοχής των Αγράφων, ενώ η άλλη μισή
έμεινε στο Ράγκο. Ο Καραϊσκάκης είχε αποκτήσει το σεβασμό και τη
συμπάθεια των οπλαρχηγών του ελληνικού στρατοπέδου της Άμφισσας, οι
οποίοι τον εξέλεξαν στρατοπεδάρχη με απόλυτη εξουσία. Στα τέλη του 1824
ο Καραϊσκάκης πήρε μέρος στο δεύτερο εμφύλιο πόλεμο εναντίον των
Ζαΐμη, Λόντου και Νικηταρά. Μετά το τέλος του εμφύλιου πολέμου ο
Καραϊσκάκης επέστρεψε στη Στερεά Ελλάδα. Από το καλοκαίρι του 1825 ως
τον Απρίλιο του 1826, την εποχή της ηρωικής εξόδου του Μεσολογγίου, ο
Καραϊσκάκης ανέπτυξε την πιο μεγάλη πολεμική του δραστηριότητα. Πρόσβαλε
τα στρατεύματα του Κιουταχή που πολιορκούσαν το Μεσολόγγι και χτύπησε
τους Τούρκους στα Άγραφα, στην επαρχία του Βάλτου και τον Αστακό της
Ακαρνανίας. Μετά την πτώση του Μεσολογγίου η κατάσταση ήταν πάρα πολύ
κρίσιμη και η Επανάσταση κινδύνευε να σβήσει. Ο Καραϊσκάκης ζήτησε από
τη «Διοικητική Επιτροπή» να αναλάβει αυτός τη διεύθυνση του πολέμου στη
Στερεά Ελλάδα. Πραγματικά, ο Αλ. Zαΐμης, πρόεδρος τότε της Διοικητικής
Επιτροπής, ονόμασε τον Καραϊσκάκη αρχιστράτηγο της Στερεάς και του
υποσχέθηκε να τον ενισχύσει με χρήματα και πολεμοφόδια.
Στο μεταξύ στην
Αττική είχαν εισβάλει ο Ομέρ πασάς της Καρύστου και ο Κιουταχής. Ο
Καραϊσκάκης εγκατέστησε γενικό στρατόπεδο στην Ελευσίνα και πήγε στη
Στερεά (25 Οκτωβρίου 1826). Μετά από τις πρώτες του νίκες στη Δόβραινα
και το Δίστομο, οχυρώθηκε στην Αράχοβα, γύρω από την οποία έδωσε
ονομαστές μάχες (από τις 19 ως τις 24 Νοεμβρίου) ενάντια στις δυνάμεις
του Κεχαγιάμπεη. Νίκησε τους Τούρκους στο Τουρκοχώρι και ανάγκασε τον
Ομέρ της Εύβοιας να παραιτηθεί από τον αγώνα στην Αττική. Έτσι ο
Κιουταχής από τη θέση του πολιορκητή στην Αθήνα βρέθηκε στη θέση του
πολιορκημένου. Ο Καραϊσκάκης κινήθηκε για την απελευθέρωση της Αθήνας.
Για ενίσχυσή του έφτασαν δυνάμεις από την Πελοπόννησο με αρχηγούς το
Γενναίο Κολοκοτρώνη, τους Πετμεζάδες, το Σισίνη κ.ά. Επίσης ήρθαν ο
ναύαρχος Κόχραν και ο στρατηγός Τζορτζ. Με τους δύο τελευταίους ο
Καραϊσκάκης διαφώνησε, επειδή πρότεινε σχέδιο επίθεσης κατά του
Κιουταχή ανάλογο με το σχέδιο που εφάρμοσε ο Κολοκοτρώνης κατά του
Δράμαλη.
Η κυβέρνηση, επειδή πιεζόταν από τους ξένους αρχηγούς,
εγκατέλειψε το σχέδιο του Καραϊσκάκη και η επίθεση αποφασίστηκε να
γίνει από την ανοιχτή πεδιάδα του Φαλήρου. Ημέρα της επίθεσης ορίστηκε η
23η Απριλίου 1827. Την παραμονή σε συμπλοκή κοντά στο Φάληρο πληγώθηκε
θανάσιμα ο Καραϊσκάκης και μεταφέρθηκε στο πλοίο του Τζορτζ, όπου και
ξεψύχησε την επομένη. Προτού πεθάνει υπαγόρευσε τη διαθήκη του και
ζήτησε να τον θάψουν στη Σαλαμίνα. Ολόκληρη η Ελλάδα έκλαψε τον ήρωα.
Μετά το θάνατό του οι επιχειρήσεις κατά των Τούρκων εξελίχτηκαν σε
καταστροφή για τους Έλληνες και σταδιακά το στρατόπεδο διαλύθηκε. Οι
μετέπειτα ελληνικές κυβερνήσεις αναγνώρισαν τον Καραϊσκάκη ως έναν από
τους μεγαλύτερους στρατηγούς του Αγώνα.
Αναγνωσταράς, Χρίστος
(;1760-1825). Αγωνιστής του 1821, γεννημένος στο Άργιλο της Αρκαδίας.
Ήταν ένας από τους πρωταγωνιστές της ελληνικής επανάστασης κατά των
Τούρκων, μέλος της Φιλικής Εταιρείας με μεγάλη εθνεγερτική
δραστηριότητα. Από μικρός βοηθούσε τον ιερέα πατέρα του και έγινε
αναγνώστης. Επειδή είχε εξαιρετική επίδοση στην ανάγνωση, ονομάστηκε
Αναγνωσταράς. Αρχικά ασχολήθηκε με το εμπόριο. Όταν το 1785 ο Ζαχαριάς
με το Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και τον Πετμεζά ίδρυσαν την ομοσπονδία των
Πελοποννησίων
αρματολών, αναγνώρισαν τον Αναγνωσταρά ως αρχηγό της επαρχίας
Λεονταρίου. Μετά την εξόντωση του αρματολισμού κατέφυγε στα Επτάνησα,
όπου κατατάχτηκε στο ρωσικό στρατό ως ταγματάρχης. Το 1817 μυήθηκε στη
Φιλική Εταιρεία και αργότερα μύησε στο μυστικό της Φιλικής τον
Παπαφλέσσα, τον Κολοκοτρώνη και επιφανείς νησιώτες, ιδίως της Ύδρας και
των Σπετσών. Πήρε μέρος μαζί με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη στη μάχη για
την κατάληψη της Καλαμάτας (Μάρτιος 1821). Αγωνίστηκε επίσης στο
Βαλτέτσι, στα Τρίκορφα και στην Κόρινθο. Στη διάρκεια της Επανάστασης
πήρε επίσημες θέσεις και βαθμούς. Χρημάτισε επίσης και μέλος της
τριμερούς επιτροπής επί των Στρατιωτικών (1823) και αργότερα υπουργός
Στρατιωτικών. Με την ιδιότητά του αυτή πολέμησε το Θεόδωρο Κολοκοτρώνη
κατά τη διάρκεια του δεύτερου εμφύλιου. Σκοτώθηκε στη μάχη της
Σφακτηρίας στις 26 Απριλίου του 1825.
1) Ιωάννης ή Σκυλογιάννης Μαυρομιχάλης (1726-1769). Άρχοντας της Μάνης. Βρήκε το θάνατο πολεμώντας τους Τούρκους.
2)
Πέτρος ή Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης (1773-1848). Ο τελευταίος μπέης της
Μάνης (1816-1821). Ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας και από τους ηγέτες
της Επανάστασης του 1821. Στις 23 Μαρτίου 1821 επικεφαλής 2.000
ενόπλων και μαζί με τους Κολοκοτρώνη, Νικηταρά, Αναγνωσταρά κ.ά.
κυρίεψε την Καλαμάτα και στις 28 Μαρτίου έστειλε στα ευρωπαϊκά
κοινοβούλια την περίφημη προκήρυξη της Επανάστασης. Εκλέχτηκε πρόεδρος
της πρώτης κυβερνητικής επιτροπής (συνέλευση Καλτεζών), πήρε μέρος στην
άλωση της Τριπολιτσάς και ενίσχυσε με 500 Μανιάτες το Μεσολόγγι
(Νοέμβριος του 1822). Πολέμησε σ' όλη τη διάρκεια του Αγώνα. Αρχικά
δέχτηκε φιλικά τον κυβερνήτη Καποδίστρια, οι σχέσεις τους όμως έγιναν
αργότερα εχθρικές. Εξαιτίας εξεγέρσεων της Μάνης κατά του κυβερνήτη
φυλακίστηκε και αποφυλακίστηκε μετά το θάνατο του Καποδίστρια (1832).
Στα χρόνια του Όθωνα ήταν αντιπρόεδρος του συμβουλίου επικρατείας. Μετά
την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843 εκλέχτηκε γερουσιαστής.
3)
Γεώργιος Μαυρομιχάλης (1800-1831). Ήταν γιος του Πετρόμπεη. Οπλαρχηγός
κατά την Επανάσταση του 1821. Όταν ο Καποδίστριας φυλάκισε τον πατέρα
του, ο Γεώργιος μαζί με το θείο του Κωνσταντίνο τον δολοφόνησαν.
Καταδικάστηκε σε θάνατο και τουφεκίστηκε στο Ιτς Καλέ του Ναυπλίου.
4)
Ηλίας Μαυρομιχάλης (+1822). Γιος του Πετρόμπεη και οπλαρχηγός της
Επανάστασης του 1821. Πήρε μέρος στην κατάληψη της Καλαμάτας, στη μάχη
στο Βαλτέτσι, στην κατάληψη της Τρίπολης. Ήταν ηγετικό στέλεχος των
επαναστατών στην άμυνα της Αθήνας, όταν την πολιόρκησε ο Μεχμέτ πασάς
(Δεκέμβριος 1821). Υπήρξε αρχηγός της εκστρατείας εναντίον της
Καρύστου, στην οποία και σκοτώθηκε (μάχη των Στύρων).
5)
Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης (+1831). Αδελφός του Πετρόμπεη. Αγωνιστής
της Επανάστασης του 1821. Δολοφόνησε τον Καποδίστρια μαζί με τον ανιψιό
του Γεώργιο. Ύστερα από το έγκλημα σκοτώθηκε από το εξαγριωμένο
πλήθος.
6)
Κυριακούλης Μαυρομιχάλης (1849-1916). Πολιτικός, εγγονός του αδερφού
του Πετρόμπεη, Κυριακούλη. Διατέλεσε βουλευτής Οιτύλου, υπουργός
Εσωτερικών, Στρατιωτικών και πρωθυπουργός μετά την επανάσταση στο Γουδί
(1909-1910). Διαφώνησε με το Στρατιωτικό Σύνδεσμο και παραιτήθηκε.
Τον
Αύγουστο του 1824 έκαψε τουρκική φρεγάδα κοντά στη Σάμο, όπου
σκοτώθηκαν 600 άντρες, ενώ μετά από λίγο πυρπόλησε μια κορβέτα στη
Μυτιλήνη, παίρνοντας έτσι εκδίκηση για την καταστροφή της Κάσου και των
Ψαρών. Λίγο αργότερα πήρε μέρος σε μια από τις τολμηρότερες
επιχειρήσεις του Αγώνα: την πυρπόληση του αιγυπτιακού στόλου στο λιμάνι
της Αλεξάνδρειας. Ύψωσε ρωσική σημαία και μπήκε στο λιμάνι μόνος χωρίς
τους συνοδούς του εγχειρήματος, Κριεζή, Βώκο και Μπούτη. Βρίσκονταν
εκεί γύρω στα 60 πολεμικά πλοία και τριπλάσια φορτηγά έτοιμα να
μεταφέρουν στρατό στην Ελλάδα. Σταμάτησε όμως ο ευνοϊκός άνεμος και
επειδή οι κινήσεις του προκάλεσαν υποψίες, αναγκάστηκε να βάλει πρόωρα
φωτιά στο πυρπολικό του και να φύγει χωρίς να πετύχει ο σκοπός. Το
τόλμημα όμως αυτό εμψύχωσε τους αγωνιζόμενους Έλληνες και τράβηξε το
ενδιαφέρον και το θαυμασμό των ξένων.
Το
1827 ήταν αντιπρόσωπος των Ψαρών στην εθνική συνέλευση της Τροιζήνας
και το 1828 φρούραρχος Μονεμβασιάς. Στα 1831 στάλθηκε από τον
Καποδίστρια για την καταστολή της ανταρσίας στην Ύδρα και Πόρο. Βαθιά
θλιμμένος από το θάνατο του Καποδίστρια αποσύρθηκε στην Ερμούπολη και
ιδιώτευε. Όταν ο Όθωνας έγινε βασιλιάς ανακλήθηκε στην υπηρεσία και
έφτασε ως το βαθμό του υποναύαρχου. Έγινε γερουσιαστής, το 1843
υπουργός και για λίγο πρόεδρος στην κυβέρνηση του Ανδρέα Μεταξά. Το
1848 έγινε πρωθυπουργός και το Μάη του 1854 υπουργός Ναυτικών στην
κυβέρνηση Μαυροκορδάτου.
Μετά
το 1858, γύρω από τον Κανάρη δημιουργήθηκε κύκλος φιλελεύθερων οπαδών,
κυρίως νέων, οι οποίοι δε συμπαθούσαν τον Όθωνα. Ο βασιλιάς θέλοντας
να εκμεταλλευτεί τη δημοτικότητα του Κανάρη, του ανέθεσε το σχηματισμό
κυβέρνησης (1862). Εκείνος όμως κατέθεσε τη βασιλική εντολή, επειδή ο
Όθωνας δε δεχόταν τα πρόσωπα που του πρότεινε ως υπουργούς.
Τον
Οκτώβριο του 1862, μετά την έξωση του βασιλιά, ο Κανάρης έγινε μέλος
της τριανδρίας, μαζί με τους Βούλγαρη και Μπενιζέλο Ρούφο, η οποία το
Μάη του 1863 πήγε στην Κοπεγχάγη για να προσφέρει το στέμμα της Ελλάδας
στο δεύτερο γιο του βασιλιά Χριστιανού, Γεώργιο Α΄. Κατόπιν ανέλαβε
υπουργός Ναυτικών στην κυβέρνηση Ρούφου και πρωθυπουργός από το Μάρτιο
του 1864 ως το Μάρτιο του 1865. Τότε αποσύρθηκε από την πολιτική και
έζησε ως ιδιώτης στο σπίτι του στην Κυψέλη. Το Μάη του 1877, εξαιτίας
του ρωσοτουρκικού πολέμου, ανέλαβε πρόεδρος οικουμενικής κυβέρνησης.
Πέθανε
σε βαθιά γεράματα στις 2 Σεπτεμβρίου 1877. Κοντά στο σπίτι του σώζεται
το εκκλησάκι του οποίου κτίτορες ήταν αυτός και η αγαπημένη του
γυναίκα Δέσποινα.
fourtounis.gr